ἀποβατικός: Difference between revisions

From LSJ

τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Beta Code=a)pobatiko/s
|Definition=ή, όν, of or for an [[ἀποβάτης]], [[ἀγών]] <span class="title">IG</span>9(2).527,531 (Larissa). Adv. [[ἀποβατικῶς]] <span class="bibl"><span class="title">EM</span>124.31</span>.
|Definition=ή, όν, of or for an [[ἀποβάτης]], [[ἀγών]] <span class="title">IG</span>9(2).527,531 (Larissa). Adv. [[ἀποβατικῶς]] <span class="bibl"><span class="title">EM</span>124.31</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή -όν<br />[[apobático]], [[a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie]] ἀγών <i>IG</i> 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. <i>Corinth</i>.8(1).15.32, <i>SIG</i> 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica</i> Sud., ἡνίοχος <i>EM</i> 124.35G.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]].
|lstext='''ἀποβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ [[κατάλληλος]] δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει [[ἀποβάτης]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή -όν<br />[[apobático]], [[a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie]] ἀγών <i>IG</i> 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. <i>Corinth</i>.8(1).15.32, <i>SIG</i> 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica</i> Sud., ἡνίοχος <i>EM</i> 124.35G.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀποβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόβαση]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν («αποβατικά [[σκάφη]], δυνάμεις, επιχειρήσεις»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποβαίνω]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἀποβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[σχετικός]] με την [[απόβαση]] ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτήν («αποβατικά [[σκάφη]], δυνάμεις, επιχειρήσεις»)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο [[κατάλληλος]] γι' αυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αποβαίνω]]. Η λ. με τη νεοελλ. [[σημασία]] μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Εστία</i>].
}}
}}

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβᾰτικός Medium diacritics: ἀποβατικός Low diacritics: αποβατικός Capitals: ΑΠΟΒΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apobatikós Transliteration B: apobatikos Transliteration C: apovatikos Beta Code: a)pobatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for an ἀποβάτης, ἀγών IG9(2).527,531 (Larissa). Adv. ἀποβατικῶς EM124.31.

Spanish (DGE)

-ή -όν
apobático, a base de un corredor que desmonta y acaba la carrera a pie ἀγών IG 9(2).527, 531.39 (Larisa), cf. Corinth.8(1).15.32, SIG 1059.2.40, τροχός carrera de acrobacia hípica Sud., ἡνίοχος EM 124.35G.

German (Pape)

[Seite 297] dazu gehörig, ἀγών, τροχοί, οἱ ἀπὸ τούτου τοῦ ἀγωνίσματος, B. A. 198.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ἀποβάτην ἢ κατάλληλος δι’ αὐτόν, Σουΐδ., Ἐτυμ. Μ., «ἀποβατικοὶ τροχοὶ» Ἁρποκρ. ἐν λέξει ἀποβάτης.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἀποβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ο σχετικός με την απόβαση ή ο κατάλληλος γι' αυτήν («αποβατικά σκάφη, δυνάμεις, επιχειρήσεις»)
μσν.
αυτός που ανήκει στον αποβάτη ή ο κατάλληλος γι' αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποβαίνω. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία].