ἀρχοντεύω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)rxonteu/w
|Beta Code=a)rxonteu/w
|Definition=[[hold office of]] [[ἄρχων]], <span class="title">IPE</span>12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).
|Definition=[[hold office of]] [[ἄρχων]], <span class="title">IPE</span>12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser arconte]], <i>IHadrian</i>.40.7 (II d.C.), <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.130.17 (Olbia II/III d.C.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχοντεύω''': εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - [[ἐντεῦθεν]] ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, [[ἐπικράτεια]] ἄρχοντος, [[ἐπαρχία]], τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.
|lstext='''ἀρχοντεύω''': εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - [[ἐντεῦθεν]] ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, [[ἐπικράτεια]] ἄρχοντος, [[ἐπαρχία]], τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ser arconte]], <i>IHadrian</i>.40.7 (II d.C.), <i>IPE</i> 1<sup>2</sup>.130.17 (Olbia II/III d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἀρχοντεύω]]) [[άρχων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] αρχοντικά.
|mltxt=(Μ [[ἀρχοντεύω]]) [[άρχων]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[πλούσιος]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) [[συμπεριφέρομαι]] αρχοντικά.
}}
}}

Revision as of 14:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχοντεύω Medium diacritics: ἀρχοντεύω Low diacritics: αρχοντεύω Capitals: ΑΡΧΟΝΤΕΥΩ
Transliteration A: archonteúō Transliteration B: archonteuō Transliteration C: archonteyo Beta Code: a)rxonteu/w

English (LSJ)

hold office of ἄρχων, IPE12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).

Spanish (DGE)

ser arconte, IHadrian.40.7 (II d.C.), IPE 12.130.17 (Olbia II/III d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχοντεύω: εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - ἐντεῦθεν ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, ἐπικράτεια ἄρχοντος, ἐπαρχία, τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.

Greek Monolingual

ἀρχοντεύω) άρχων
1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά.