ἀτήρητος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)th/rhtos | |Beta Code=a)th/rhtos | ||
|Definition=ον, [[unobserved]], [[unnoticed]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>23.294c</span>. | |Definition=ον, [[unobserved]], [[unnoticed]], <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>23.294c</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτήρητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], Θεμίστ. 294C. | |lstext='''ἀτήρητος''': -ον, [[ἀπαρατήρητος]], Θεμίστ. 294C. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, unobserved, unnoticed, Them.Or.23.294c.
Spanish (DGE)
-ον
de pers. inobservado, inadvertido Them.Or.23.294c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτήρητος: -ον, ἀπαρατήρητος, Θεμίστ. 294C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀτήρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί
αρχ.
απαρατήρητος.