ἐκτροχάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ktroxa/zw
|Beta Code=e)ktroxa/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush out]], <span class="bibl">Apollod.2.7.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[treat summarily]], Dsc. <span class="title">Ther.</span>2.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rush out]], <span class="bibl">Apollod.2.7.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[treat summarily]], Dsc. <span class="title">Ther.</span>2.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrollar]] ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.<br /><b class="num">2</b> fig., en el discurso [[desarrollar]] un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.<i>Ther</i>.2.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτροχάζω''': [[ἐκτρέχω]], ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], Διοσκ. Θηρ. 2.
|lstext='''ἐκτροχάζω''': [[ἐκτρέχω]], ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], Διοσκ. Θηρ. 2.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[arrollar]] ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.<br /><b class="num">2</b> fig., en el discurso [[desarrollar]] un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.<i>Ther</i>.2.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκτροχάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω τρέχοντας, [[εκτρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πραγματεύομαι]] με [[συντομία]], [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]].
|mltxt=[[ἐκτροχάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βγαίνω]] έξω τρέχοντας, [[εκτρέχω]]<br /><b>2.</b> [[πραγματεύομαι]] με [[συντομία]], [[διέρχομαι]] [[επιτροχάδην]].
}}
}}

Revision as of 15:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροχάζω Medium diacritics: ἐκτροχάζω Low diacritics: εκτροχάζω Capitals: ΕΚΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: ektrocházō Transliteration B: ektrochazō Transliteration C: ektrochazo Beta Code: e)ktroxa/zw

English (LSJ)

A rush out, Apollod.2.7.3. II treat summarily, Dsc. Ther.2.

Spanish (DGE)

1 arrollar ἐκτροχάσαντες ... καὶ τύπτοντες αὐτὸν ... ἀπέκτειναν Apollod.2.7.3.
2 fig., en el discurso desarrollar un tema μετὰ τοῦτο καὶ τὴν κοινὴν (θεραπείαν) ἐκτροχάσομεν Dsc.Ther.2.

German (Pape)

[Seite 783] = ἐκτρέχω, Apolld. 2, 7, 3; durchgehen, erzählen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροχάζω: ἐκτρέχω, ἐκτροχάσαντες δὲ οἱ Ἱπποκοωντίδαι καὶ τύπτοντες αὐτὸν τοῖς σκυτάλοις ἀπέκτειναν Ἀπολλόδ. 2.7, 3· διέρχομαι ἐπιτροχάδην, Διοσκ. Θηρ. 2.

Greek Monolingual

ἐκτροχάζω (Α)
1. βγαίνω έξω τρέχοντας, εκτρέχω
2. πραγματεύομαι με συντομία, διέρχομαι επιτροχάδην.