εὐαίων: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, glücklich lebend, glücklich, [[βίοτος]] Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; [[πότμος]] Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, [[Παιάν]] Eur. Ion 126; ὕπνε [[εὐαίων]] [[ἄναξ]], glücklich machend, Soph. Phil. 818. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] ωνος, glücklich lebend, glücklich, [[βίοτος]] Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; [[πότμος]] Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, [[Παιάν]] Eur. Ion 126; ὕπνε [[εὐαίων]] [[ἄναξ]], glücklich machend, Soph. Phil. 818. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>gén</i>. ονος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> dont la vie est heureuse, heureux;<br /><b>2</b> qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰών]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, [[εὐαίων]] [[εὐαίων]] εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· [[καθόλου]], [[εὐδαίμων]], [[μακάριος]], [[βίοτος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· [[πλοῦτος]] Σοφ. Ἀποσπ. 718· [[ὕπνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· [[πότμος]] Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐαίων]]· [[εὐγήρως]]. εὐμοίρως». | |lstext='''εὐαίων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, [[εὐαίων]] [[εὐαίων]] εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· [[καθόλου]], [[εὐδαίμων]], [[μακάριος]], [[βίοτος]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· [[πλοῦτος]] Σοφ. Ἀποσπ. 718· [[ὕπνος]] ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· [[πότμος]] Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὐαίων]]· [[εὐγήρως]]. εὐμοίρως». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:15, 1 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ, happy in life, of persons, E.Ion126 (lyr.), Call. Del.292, etc.; happy, fortunate, βίοτος A.Pers.711, S.Tr.81; πλοῦτος S.Fr.592.3 (lyr.); (Ὕπνος) Id.Ph.829 (lyr.); πότμος E.IA550 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1055] ωνος, glücklich lebend, glücklich, βίοτος Aesch. Pers. 697; Soph. Tr. 81; πότμος Eur. I. A. 550; sp. D., wie Call. 16 (v, 1461. In Anrufungen, Παιάν Eur. Ion 126; ὕπνε εὐαίων ἄναξ, glücklich machend, Soph. Phil. 818.
French (Bailly abrégé)
gén. ονος (ὁ, ἡ)
1 dont la vie est heureuse, heureux;
2 qui rend heureux (sommeil, fortune, sort).
Étymologie: εὖ, αἰών.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων εὐδαίμονα βίον, ὁ ζῶν εὐδαιμόνως, εὐαίων εὐαίων εἴης, ὦ Λατοῦς παῖ Εὐρ. Ἴων 126· καθόλου, εὐδαίμων, μακάριος, βίοτος Αἰσχύλ. Πέρσ. 711, Σοφοκλ. Τρ. 81· πλοῦτος Σοφ. Ἀποσπ. 718· ὕπνος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 829· πότμος Εὐρ. Ι. Α. 551. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐαίων· εὐγήρως. εὐμοίρως».
Greek Monolingual
εὐαίων, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει ευτυχισμένη ζωή
2. ευτυχής, μακάριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιών «η περίοδος της ζωής ενός ανθρώπου, η ζωή - απεριόριστο χρονικό διάστημα» (πρβλ. δυσαίων, μακραίων, μεσαίων)].
Greek Monotonic
εὐαίων: -ωνος, ὁ, ἡ, ευτυχισμένος στη ζωή, σε Ευρ.· λέγεται για την ίδια την ζωή, ευτυχισμένη, καλότυχη, μακαρία, σε Αισχύλ., Σοφ.· ὕπνος εὐ., μακάριος, αιώνιος ύπνος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐαίων: ωνος adj.
1) счастливый, блаженный (βίοτος Aesch., Soph.; Λατοῦς παῖς Eur.; πότμος Plat.);
2) дающий счастье, благодатный (ὕπνος Soph.; πλοῦτος Plut.).
Middle Liddell
εὐ-αίων, ωνος,
happy in life, Eur.; of life itself, happy, fortunate, blessed, Aesch., Soph.; ὕπνος εὐ. blessed sleep, Soph.