γειτονία: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] ἡ, Nachbarschaft, Plat. Legg. VIII, 843 c; Arist. rhet. 2, 21.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0478.png Seite 478]] ἡ, Nachbarschaft, Plat. Legg. VIII, 843 c; Arist. rhet. 2, 21.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[γείτων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γειτονία''': ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Νόμ. 843C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 15. 2) [[μέρος]], [[συνοικία]], ἐνορία πόλεως, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]] γειτονιάρχης, ὁ, [[αὐτόθι]].
|lstext='''γειτονία''': ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Νόμ. 843C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 15. 2) [[μέρος]], [[συνοικία]], ἐνορία πόλεως, Βυζ.· [[ἐντεῦθεν]] γειτονιάρχης, ὁ, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[γείτων]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτονία Medium diacritics: γειτονία Low diacritics: γειτονία Capitals: ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Transliteration A: geitonía Transliteration B: geitonia Transliteration C: geitonia Beta Code: geitoni/a

English (LSJ)

ἡ, A neighbourship, πικρὰ γ. Pl.Lg.843c, cf. Arist.Rh.1395b9; neighbouring region, Plot.4.4.19. 2 quarter, ward, in a city, J.BJ7.4.1:— hence γειτονίαρχος, ὁ, chief official of a ward, Hsch. s.v. ῥεγεονάριος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): γειτονεία
IG 5(2).443.13 (Megalópolis II/I a.C.), Phld.D.3.9.36, Plot.5.8.7
1 vecindad, proximidad πικρὰν γειτονίαν ἀπεργάζονται Pl.Lg.843c, οὐδὲν γειτονίας χαλεπώτερον Arist.Rh.1395b9, διὰ τὴν τῶν Παννονίων γειτονίαν D.C.54.34.4, cf. Phld.l.c., Plot.4.4.19, l.c.
plu. lugares, regiones limítrofes ἀναμέσον τῶν γειτονιῶν Sm.Ge.49.14, περιωρίσαμεν τὸν τόπον ἐξ αὐτᾶν τᾶν γειτονειᾶν IG l.c.
2 asociación de vecinos, SEG 31.1035 (Lidia II d.C.), MAMA 7.301 (Amorion).
3 distrito I.BI 7.73.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, Nachbarschaft, Plat. Legg. VIII, 843 c; Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γείτων.

Greek (Liddell-Scott)

γειτονία: ἡ, ὡς παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Νόμ. 843C, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 15. 2) μέρος, συνοικία, ἐνορία πόλεως, Βυζ.· ἐντεῦθεν γειτονιάρχης, ὁ, αὐτόθι.

Greek Monolingual

η (AM γειτονία) γείτων
η κοντινή περιοχή γύρω από το σπίτι ή τον τόπο εργασίας κάποιου
μσν.- νεοελλ.
περιοχή, συνοικία πόλης
νεοελλ.
1. γειτνίαση, γειτόνεμα
2. οι γείτονες.

Greek Monotonic

γειτονία: ἡ, γειτονιά, συνοικία, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

γειτονία: ἡ Plat., Arst. = γειτόνημα.

Middle Liddell

γείτων
neighbourhood, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτονία -ας, ἡ γείτων nabuurschap.