εὐποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)poi/htos
|Beta Code=eu)poi/htos
|Definition=ον (v. infr.), [[well-made]], [[well-wrought]], <b class="b3">ἔν τε θρόνοις εὐ</b>. <span class="bibl">Od.20.150</span>; εὐποίητόν τε πυράγρην <span class="bibl">3.434</span>; ἅρμα <span class="bibl">B.5.177</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 64</span>, <span class="bibl">A.R.3.871</span>, etc.: fem. -<b class="b3">τῇσι, -τάων</b>, <span class="bibl">Il.5.466</span>, <span class="bibl">16.636</span> (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).
|Definition=ον (v. infr.), [[well-made]], [[well-wrought]], <b class="b3">ἔν τε θρόνοις εὐ</b>. <span class="bibl">Od.20.150</span>; εὐποίητόν τε πυράγρην <span class="bibl">3.434</span>; ἅρμα <span class="bibl">B.5.177</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span> 64</span>, <span class="bibl">A.R.3.871</span>, etc.: fem. -<b class="b3">τῇσι, -τάων</b>, <span class="bibl">Il.5.466</span>, <span class="bibl">16.636</span> (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien fait, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐποίητος''': -ον, (ἴδε κατωτ.): ― [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, [[ἔνθα]] ἡ τοῦ θηλυκοῦ [[κατάληξις]] ἀπαντᾷ, [[δέον]] νὰ γραφῇ [[διῃρημένως]]: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ [[ὅμως]] ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).
|lstext='''εὐποίητος''': -ον, (ἴδε κατωτ.): ― [[καλῶς]] πεποιημένος, [[καλῶς]] εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, [[ἔνθα]] ἡ τοῦ θηλυκοῦ [[κατάληξις]] ἀπαντᾷ, [[δέον]] νὰ γραφῇ [[διῃρημένως]]: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ [[ὅμως]] ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien fait, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:31, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίητος Medium diacritics: εὐποίητος Low diacritics: ευποίητος Capitals: ΕΥΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eupoíētos Transliteration B: eupoiētos Transliteration C: efpoiitos Beta Code: eu)poi/htos

English (LSJ)

ον (v. infr.), well-made, well-wrought, ἔν τε θρόνοις εὐ. Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.Sc. 64, A.R.3.871, etc.: fem. -τῇσι, -τάων, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fait, bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίητος: -ον, (ἴδε κατωτ.): ― καλῶς πεποιημένος, καλῶς εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, ἔνθα ἡ τοῦ θηλυκοῦ κατάληξις ἀπαντᾷ, δέον νὰ γραφῇ διῃρημένως: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ ὅμως ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).

English (Autenrieth)

well-made, well-wrought.

Greek Monolingual

εὐποίητος και εϋποίητος, -ον (Α) ευποιώ
ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

εὐποίητος: -ον, καλοφτιαγμένος, καλά επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίητος: хорошо сделанный, искусно изготовленный (θρόνος, πυράγρη Hom.).

Middle Liddell

εὐ-ποίητος, ον
well-made, well-wrought, Od., Hes.