θηλυπρεπής: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1207.png Seite 1207]] ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a un air de femme;<br /><b>2</b> qui convient à une femme.<br />'''Étymologie:''' [[θῆλυς]], [[πρέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θηλυπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς γυναῖκα, [[γυναικώδης]], Ἀνθ. Π. 12. 175. | |lstext='''θηλυπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς γυναῖκα, [[γυναικώδης]], Ἀνθ. Π. 12. 175. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ές, befitting a woman, ποικίλματα Agath.3.28; womanish, οἰνοχόοι AP 12.175 (Strat.), cf. Chor.Lyd.7: metaph., θεότης θ., of Difference, Dam.Pr.192.
German (Pape)
[Seite 1207] ές, für Weiber passend, oder weibisch aussehend, οἰνοχόος Strat. 17 (XII, 175), a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a un air de femme;
2 qui convient à une femme.
Étymologie: θῆλυς, πρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
θηλυπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς γυναῖκα, γυναικώδης, Ἀνθ. Π. 12. 175.
Greek Monolingual
-ές (Α θηλυπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει στις γυναίκες
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που συμπεριφέρεται σαν γυναίκα
2. μαλθακός, τρυφηλός
3. άτολμος, δειλός
αρχ.
1. γυναικείος
2. φρ. «θηλυπρεπής θεότης» — η διχόνοια.
επίρρ...
θηλυπρεπώς
με τρόπο θηλυπρεπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -πρεπής (< πρέπω «εμφανίζομαι καθαρά, ομοιάζω»), πρβλ. αξιοπρεπής, ευπρεπής].
Greek Monotonic
θηλυπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε γυναίκα, σε Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠπρεπής: женственный, женоподобный (οἰνοχόος Anth.).