δύσποτμος: Difference between revisions
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; [[χλιδή]] O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; [[χλιδή]] O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πότμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18. | |lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:50, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, unlucky, unhappy, ill-starred, of persons and things, δύσποτμος θεός, of Prometheus, A. Pr.119; δύσποτμος βοῦς, of Io, Id.Supp.306; δύσποτμοι εὐχαί, i.e. curses, Id.Th.820; χλιδά S.OT888 (lyr.); θήρα E.Ba.1144, cf. Ar.Ach.419; τύχαι D.H. 1.17: Comp. δυσποτμώτερος E.Ph.1348: Sup. δυσποτμότατος Plu.Comp.Per.Fab. 1. Adv. δυσπότμως = unhappily, wretchedly A.Pers.272 (lyr.): Sup. δυσποτμότατα Plu.Fab.18.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. desdichado, malaventurado θεός de Prometeo, A.Pr.119, βοῦς de Ío, A.Supp.306, γένος A.Th.813, δ. γεγώς nacido con mal hado S.OT 1181, cf. Nic.Al.297, de Electra, E.Or.1078, θήρα δ. presa malaventurada de Penteo descuartizado, E.Ba.1144, γεραιός Ar.Ach.419, ἐρῶν Men.Mis.A 5T., Ἄδωνις Bio 43, cf. Anacr.66 (dud.)
•subst. ταύτας ... δυσπότμους estas desdichadas S.Tr.299, cf. E.HF 451, AP 7.334.14.
2 de abstr. nefasto, fatal ἀλγεινὰ μὲν ... λέγειν ... ἄλγος δὲ σιγᾶν· πανταχῇ δὲ δύσποτμα A.Pr.198, χλιδά S.OT 888, ὁδός S.OC 1433, ἀρά S.Ph.1120, γάμοι S.Ant.869, πῶς γένοιτ' ἂν τῶνδε δυσποτμώτερα; E.Ph.1348, <τὸ> χρεὼν δέ τι δύσποτμον ἀνδράσιν ἀνευρεῖν descubrir el destino es algo nefasto para los hombres E.IA 1331, cf. Trag.Adesp.325, τύχαι D.H.1.17, Σικελίας ὁ ... δ. ἔρως la nefasta pasión por Sicilia Plu.Per.20, καιροί Plu.Comp.Per.Fab.1
•neutr. sup. como adv. δυσποτμότατα πεπραχώς Plu.Fab.18.
II adv. δυσπότμως = de forma desdichada o digna de lástima νεκρῶν δ. ἐφθαρμένων A.Pers.272, δ. φορούμενοι A.Th.819.
German (Pape)
[Seite 687] dem ein schlimmes Loos gefallen, unglücklich; Aesch. Prom. 119 u. öfter; Soph. Phil. 1105; χλιδή O. R. 886; öfter Eur.; Ar Ach. 394; D. Hal. 1, 17. – Adv., δυσπότμως, Aesch. Pers. 264; δυσποτμώτατα, Plut. Fab. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
infortuné, malheureux.
Étymologie: δυσ-, πότμος.
Greek (Liddell-Scott)
δύσποτμος: -ον, ἄτυχος, κακότυχος, δυστυχής, ἄθλιος· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. θεός, ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. βοῦς, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· ὡσαύτως παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.
Greek Monolingual
δύσποτμος, -ον (Α)
άτυχος, κακότυχος (α. «δύσποτμοι τύχαι» β. «ὁρᾱτε δεσμώτην με δύσποτμον θεόν», Αισχ. Προμ.).
Greek Monotonic
δύσποτμος: -ον, άτυχος, κακότυχος, δυστυχής, άθλιος, μίζερος, ταλαίπωρος, σε Τραγ.· δ. εὐχαί, δηλ. κατάρες, σε Αισχύλ.· συγκρ., δυσποτμώτερος, σε Ευρ.· επίρρ. -μως, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δύσποτμος: несчастный, злосчастный, злополучный Trag., Arph., Plut.
Middle Liddell
δύσ-ποτμος, ον
unlucky, ill-starred, unhappy, wretched, Trag.; δ. εὐχαί i. e. curses, Aesch.; comp. δυσποτμώτερος Eur. adv. -μως, Aesch.