κάλος: Difference between revisions
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ka/los | |Beta Code=ka/los | ||
|Definition=ὁ, v. [[κάλως]]. | |Definition=ὁ, v. [[κάλως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>ion. et épq. c.</i> [[κάλως]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάλος''': ὁ, [[σχοινίον]], ἴδε ἐν λ. [[κάλως]]. | |lstext='''κάλος''': ὁ, [[σχοινίον]], ἴδε ἐν λ. [[κάλως]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, v. κάλως.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ion. et épq. c. κάλως.
Greek (Liddell-Scott)
κάλος: ὁ, σχοινίον, ἴδε ἐν λ. κάλως.
English (Autenrieth)
(Att. κάλως): pl., ropes, halyards; passing through a hole at the top of the mast, then made fast at the bottom, and serving to hoist and lower the yard. (See cut.)
Greek Monolingual
(I)
κάλος, ὁ (Α)
βλ. κάλως.
(II)
και κάλλος, ὁ
1. περιγεγραμμένη υπερκεράτωση του δέρματος, συν. τών άκρων, τύλος
2. φρ. α) «τον πάτησα στον κάλο» — τον έθιξα στο πιο ευπαθές σημείο
β) «έχει κάλο (στον εγκέφαλο)» — είναι ανόητος, είναι παράλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. callo < λατ. callus ή callum].
Greek Monotonic
κάλος: ὁ, Επικ. και Ιων. αντί κάλως, σχοινί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλος -α -ον Aeol. voor καλός.
κάλος -ου, ὁ ep. en Ion. voor κάλως.
Russian (Dvoretsky)
κάλος: (ᾰ) ὁ эп.-ион. Hom. = κάλως.