Μαιῶται: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=*maiw=tai
|Beta Code=*maiw=tai
|Definition=Ionic [[Μαιῆται]], οἱ, [[Maeotians]], a [[Scythian]] [[tribe]] to the north of the Black Sea, Hdt. 4.123, X. ''Mem.'' 2.1.10. as ''Adj.'' [[Μαιώτης]], ου, [[Maeotian]], ποταμὸς M. the [[Tanais]], Hdt. 4.45; — fem. [[Μαιῶτις]] [[λίμνη]] the [[Palus Maeotis]], [[Sea of Azof]], A. ''Pr.'' 418 (lyr.), etc.; ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ionic) Hdt. 1.104, etc.; [[μαιώτης]], ου, ὁ, a [[fish]] caught the Sea of Azof and in the [[Nile]], Archipp. 26, Ael. ''NA'' 10.19.
|Definition=Ionic [[Μαιῆται]], οἱ, [[Maeotians]], a [[Scythian]] [[tribe]] to the north of the Black Sea, Hdt. 4.123, X. ''Mem.'' 2.1.10. as ''Adj.'' [[Μαιώτης]], ου, [[Maeotian]], ποταμὸς M. the [[Tanais]], Hdt. 4.45; — fem. [[Μαιῶτις]] [[λίμνη]] the [[Palus Maeotis]], [[Sea of Azof]], A. ''Pr.'' 418 (lyr.), etc.; ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ionic) Hdt. 1.104, etc.; [[μαιώτης]], ου, ὁ, a [[fish]] caught the Sea of Azof and in the [[Nile]], Archipp. 26, Ael. ''NA'' 10.19.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Mæotes, <i>peuple voisin du Palus-Méotide</i>.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Μαιῶται''': Ἰων. Μαιῆται, οἱ, φυλὴ Σκυθικὴ πρὸς βορρᾶν τοῦ Εὐξείνου Πόντου κατοικοῦσα, Ἡρόδ. 4. 123, Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 10. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Μαιώτης, ου, ἀνήκων εἰς τὴν Σκυθικὴν χώραν τῶν Μαιωτῶν, ποταμὸς Μ., ὁ Τάναϊς, Ἡρόδ. 4. 45· - θηλ., Μαιῶτις [[λίμνη]], Palus Maeotis, ἡ Ἀζοφικὴ [[θάλασσα]], Αἰσχύλ. Πρ. 419, κτλ.· ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ἰων.) Ἡρόδ. 1. 104, κτλ.· - [[μαιώτης]] [[ἰχθὺς]] ἐν αὐτῇ ἁλιευόμενος, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 10, Αἰλ. π. Ζ. 10. 9. 2) Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν Μ., ὅ ἔστι, ὁ Κιμμέριος [[Βόσπορος]], Αἰσχύλ. Πρ. 731.
|lstext='''Μαιῶται''': Ἰων. Μαιῆται, οἱ, φυλὴ Σκυθικὴ πρὸς βορρᾶν τοῦ Εὐξείνου Πόντου κατοικοῦσα, Ἡρόδ. 4. 123, Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 10. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Μαιώτης, ου, ἀνήκων εἰς τὴν Σκυθικὴν χώραν τῶν Μαιωτῶν, ποταμὸς Μ., ὁ Τάναϊς, Ἡρόδ. 4. 45· - θηλ., Μαιῶτις [[λίμνη]], Palus Maeotis, ἡ Ἀζοφικὴ [[θάλασσα]], Αἰσχύλ. Πρ. 419, κτλ.· ἡ [[λίμνη]] ἡ [[Μαιῆτις]] (Ἰων.) Ἡρόδ. 1. 104, κτλ.· - [[μαιώτης]] [[ἰχθὺς]] ἐν αὐτῇ ἁλιευόμενος, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 10, Αἰλ. π. Ζ. 10. 9. 2) Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν Μ., ὅ ἔστι, ὁ Κιμμέριος [[Βόσπορος]], Αἰσχύλ. Πρ. 731.
}}
{{bailly
|btext=ῶν ([[οἱ]]) :<br />les Mæotes, <i>peuple voisin du Palus-Méotide</i>.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μαιῶται Medium diacritics: Μαιῶται Low diacritics: Μαιώται Capitals: ΜΑΙΩΤΑΙ
Transliteration A: Maiō̂tai Transliteration B: Maiōtai Transliteration C: Maiotai Beta Code: *maiw=tai

English (LSJ)

Ionic Μαιῆται, οἱ, Maeotians, a Scythian tribe to the north of the Black Sea, Hdt. 4.123, X. Mem. 2.1.10. as Adj. Μαιώτης, ου, Maeotian, ποταμὸς M. the Tanais, Hdt. 4.45; — fem. Μαιῶτις λίμνη the Palus Maeotis, Sea of Azof, A. Pr. 418 (lyr.), etc.; ἡ λίμνηΜαιῆτις (Ionic) Hdt. 1.104, etc.; μαιώτης, ου, ὁ, a fish caught the Sea of Azof and in the Nile, Archipp. 26, Ael. NA 10.19.

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Mæotes, peuple voisin du Palus-Méotide.

Greek (Liddell-Scott)

Μαιῶται: Ἰων. Μαιῆται, οἱ, φυλὴ Σκυθικὴ πρὸς βορρᾶν τοῦ Εὐξείνου Πόντου κατοικοῦσα, Ἡρόδ. 4. 123, Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 10. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Μαιώτης, ου, ἀνήκων εἰς τὴν Σκυθικὴν χώραν τῶν Μαιωτῶν, ποταμὸς Μ., ὁ Τάναϊς, Ἡρόδ. 4. 45· - θηλ., Μαιῶτις λίμνη, Palus Maeotis, ἡ Ἀζοφικὴ θάλασσα, Αἰσχύλ. Πρ. 419, κτλ.· ἡ λίμνηΜαιῆτις (Ἰων.) Ἡρόδ. 1. 104, κτλ.· - μαιώτης ἰχθὺς ἐν αὐτῇ ἁλιευόμενος, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσι» 10, Αἰλ. π. Ζ. 10. 9. 2) Μαιωτικός, ή, όν, αὐλὼν Μ., ὅ ἔστι, ὁ Κιμμέριος Βόσπορος, Αἰσχύλ. Πρ. 731.

Greek Monotonic

Μαιῶται: Ιων. Μαιῆται, οἱ,
I. Μαιώτες, σκυθικό φύλο στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. 1. ως επίθ. Μαιώτης, -ου, Μαιωτικός, ποταμὸς Μαιώτης, σε Ηρόδ.· Μαιῶτις λίμνη, η (ελώδης) λίμνη Μαιώτις, η Αζοφική Θάλασσα, σε Αισχύλ., κ.λπ.· ἡ λίμνηΜαιῆτις (Ιων.), σε Ηρόδ. 2. Μαιωτικός, , -όν, αὐλὼν Μαιωτικός, δηλ. ο Κιμμέριος Βόσπορος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Μαιῶται: ион. Μαιῆται, ῶν οἱ мэеты (племя, жившее в бассейне рек, впадающих в Μαιῶτις λίμνη, ныне Азовское море) Xen. etc.

Middle Liddell

Μαιῶται, Ionic Μαιῆται, ῶν, οἱ,
I. the Maeotians, a Scythian tribe to the North of the Black Sea, Hdt., Xen.
II. as adj.