αὐαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
|dgtxt=(αὐᾰλέος) -α, -ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> αὑᾰλέος Call.<i>Cer</i>.6<br /><b class="num">1</b> [[seco]] ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.<i>Op</i>.588, cf. D.P.966, [[αὐαλέος]] ψαφαρῷ χροΐ Nonn.<i>D</i>.26.104, [[δάκρυ]] Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι <i>AP</i> 5.280 (Antiphil.), [[ἄρτος]] Androm.103, κόγχος Timo <i>SHell</i>.777<br /><b class="num">•</b>de la boca [[reseca]] αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchito]], [[agostado]] θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.<i>A</i>.246, [[ἄμπελος]] Orph.<i>A</i>.608, cf. <i>AP</i> 7.141 (Antiphil.)<br /><b class="num">•</b>del cabello en total abandono [[lacio]], [[marchito]] αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.<br /><b class="num">2</b> fig. [[lánguido]], [[alicaído]] de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.<i>H</i>.2.78.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec <i>en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig.</i> raide <i>ou</i> immobile de stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[αὖος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐᾰλέος''': -α, -ον, ([[αὖος]]) [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], μεμαραμμένος, [[αὐαλέος]] δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ [[κόμης]], [[αὐχμηρός]], αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, [[ἄϋπνος]], Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. [[αὐσταλέος]], [[αὐχμηρός]].
|lstext='''αὐᾰλέος''': -α, -ον, ([[αὖος]]) [[ξηρός]], [[κατάξηρος]], μεμαραμμένος, [[αὐαλέος]] δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ [[κόμης]], [[αὐχμηρός]], αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, [[ἄϋπνος]], Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. [[αὐσταλέος]], [[αὐχμηρός]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />desséché, sec <i>en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig.</i> raide <i>ou</i> immobile de stupeur.<br />'''Étymologie:''' [[αὖος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐᾰλέος Medium diacritics: αὐαλέος Low diacritics: αυαλέος Capitals: ΑΥΑΛΕΟΣ
Transliteration A: aualéos Transliteration B: aualeos Transliteration C: avaleos Beta Code: au)ale/os

English (LSJ)

α, ον, (αὖος) dry, parched, withered, αὐ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588; of hair, rough, dub. in Simon.37.9, cf.AP7.141 (Antiphil.); of plants, Orph.A.246; of the mouth, Call.Cer.6; of eyes, sleepless, AP5.279 (Agath.); αὐαλέῃ ἐνὶ κόγχῳ prob. in Timo 3.— Late in Prose, Aret.SD2.2, al. (αὑ- Call. l.c.)

Spanish (DGE)

(αὐᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): αὑᾰλέος Call.Cer.6
1 seco ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588, cf. D.P.966, αὐαλέος ψαφαρῷ χροΐ Nonn.D.26.104, δάκρυ Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι AP 5.280 (Antiphil.), ἄρτος Androm.103, κόγχος Timo SHell.777
de la boca reseca αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280
de plantas marchito, agostado θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.A.246, ἄμπελος Orph.A.608, cf. AP 7.141 (Antiphil.)
del cabello en total abandono lacio, marchito αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.
2 fig. lánguido, alicaído de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.H.2.78.
• Etimología: v. αὖος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig. raide ou immobile de stupeur.
Étymologie: αὖος.

Greek (Liddell-Scott)

αὐᾰλέος: -α, -ον, (αὖος) ξηρός, κατάξηρος, μεμαραμμένος, αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ κόμης, αὐχμηρός, αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ἄϋπνος, Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. αὐσταλέος, αὐχμηρός.

Greek Monolingual

αὐαλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός
2. μαραμένος, ηλιοκαμένος
3. (για τα μάτια) άυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος με το επίθημα -αλέος (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐᾰλέος: -α, -ον (αὖος), ξηρός, μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

αὐᾰλέος:
1) высохший, опаленный (χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; κόμη δένδρων Anth.);
2) досл. сухой, перен. бессонный (ὄμματα Anth.).

Middle Liddell

αὖος
dry, parched, Hes.; of eyes, dry, sleepless, Anth.