θημολογέω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1208.png Seite 1208]] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην [[δόρπον]], auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1208.png Seite 1208]] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην [[δόρπον]], auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
|lstext='''θημολογέω''': [[συναθροίζω]] εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω ([[χάριν]] τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />amonceler.<br />'''Étymologie:''' [[θημών]], [[λέγω]]².
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 20:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θημολογέω Medium diacritics: θημολογέω Low diacritics: θημολογέω Capitals: ΘΗΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: thēmologéō Transliteration B: thēmologeō Transliteration C: thimologeo Beta Code: qhmologe/w

English (LSJ)

collect in a heap, shortened from θημωνολογέω (metri.gr.), ψαμμίτην δόρπον AP9.551 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 1208] Antiphil. 45 (IX, 551) ἐθημολόγει ψαμμίτην δόρπον, auf einen Haufen sammeln, wo Lobeck ἐθινολόγει, Andere ἐθυννολόγει lesen wollen.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
amonceler.
Étymologie: θημών, λέγω².

Greek (Liddell-Scott)

θημολογέω: συναθροίζω εἰς σωρὸν ἢ θημωνιάν, συντμηθὲν ἐκ τοῦ θημωνολογέω (χάριν τοῦ μέτρου), Ἀνθ. Π. 9. 551.

Greek Monotonic

θημολογέω: (θημών, λέγω), μέλ. -ήσω, συναθροίζω σε σωρό ή θημωνιά, συσσωρεύω, συντ. από το θημωνολογέω, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θημολογέω: собирать в кучу, нагромождать (Anth. - v.l. θινολογέω и θυννολογέω).

Middle Liddell

θημο-λογέω, fut. -ήσω θημών, λέγω
to collect in a heap, shortened from θημωνολογέω, Anth.