καθυγραίνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] benetzen, Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1289.png Seite 1289]] benetzen, Theophr. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=liquéfier.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὑγραίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καθυγραίνω''': [[ὑγραίνω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν [[μεταβάλλω]], τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D. | |lstext='''καθυγραίνω''': [[ὑγραίνω]] ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν [[μεταβάλλω]], τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 1 October 2022
English (LSJ)
A moisten well, Arist.Pr.863b23, Thphr.CP6.18.10, Plu.Luc.32:—Pass., Thphr.CP1.13.6; of the bowels, to be relaxed, Hp.Aph.4.27, etc. II liquefy, in Pass., Plu.2.953e.
German (Pape)
[Seite 1289] benetzen, Theophr.
French (Bailly abrégé)
liquéfier.
Étymologie: κατά, ὑγραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
καθυγραίνω: ὑγραίνω ἐντελῶς, Ἀριστ. Προβλ. 1, 39. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 18, 10, Πλούτ.: - Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 6· ἐπὶ τῆς κοιλίας, τουτέοισιν αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται, ἀνακουφίζονται, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κτλ. ΙΙ. ὑγροποιῶ, εἰς ὑγρὸν μεταβάλλω, τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῇ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν Πλούτ. 2. 642C. - Παθ., παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 953D.
Greek Monolingual
(AM καθυγραίνω) κάθυγρος
υγραίνω κάτι εντελώς, εμποτίζω, μουσκεύω («τῆς δὲ χώρας ἡ πολλή συνηρεφὴς οὖσα... καὶ ἑλώδης ἀεὶ καθύγρανε αὐτούς», Πλούτ.)
μσν.
μέσ. καθυγραίνομαι
σβήνω τη δίψα κάποιου
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε υγρό, υγροποιώ, ρευστοποιώ («τὰ σκληρότατα τῶν ὀστῶν ἐν τῆ κοιλίᾳ τήκειν καὶ καθυγραίνειν», Πλούτ.)
2. (για την κοιλιά) ανακουφίζομαι, ξαλαφρώνω («αἱ κοιλίαι καθυγραίνονται», Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠγραίνω:
1) сильно увлажнять, мочить, т. е. разбавлять водой (τὸ ἔλαιον Arst.);
2) размачивать, делать жидким, разжижать (τὰ σχληρότατα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθυγραίνω [κατά, ὑγρός] met acc. kletsnat maken. intrans. vol vocht lopen (van de buik). Hp.