λέχοσδε: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0036.png Seite 36]] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], -δε.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
|lstext='''λέχοσδε''': ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, [[ὡσαύτως]] ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε [[λικριφίς]])· - [[πλάγιος]], ἀγκάρσιος, [[λοξός]], Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα [[εἶναι]] «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />au lit <i>avec mouv.</i><br />'''Étymologie:''' [[λέχος]], -δε.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέχοσδε Medium diacritics: λέχοσδε Low diacritics: λέχοσδε Capitals: ΛΕΧΟΣΔΕ
Transliteration A: léchosde Transliteration B: lechosde Transliteration C: lechosde Beta Code: le/xosde

English (LSJ)

Adv. to bed, Il.3.447, Od.23.294.

German (Pape)

[Seite 36] zu Bett, κιών, Il. 3, 447.

French (Bailly abrégé)

adv.
au lit avec mouv.
Étymologie: λέχος, -δε.

Greek (Liddell-Scott)

λέχοσδε: ἐπίρρ. εἰς τὴν κλίνην, Ἰλ. Γ. 447, Ὀδ. Ψ. 294. λέχριος, α, ον, ὡσαύτως ος, ον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 236· (ἴδε λικριφίς)· - πλάγιος, ἀγκάρσιος, λοξός, Λατ. obliquus, μετὰ ῥήμ., λέχριος... ὀκλάσας Σοφ. Ο. Κ. 195· λ. ἐκπίπτειν, χωρεῖν Εὐρ. Ἑκ. 1026, Μήδ. 1168· τιθέναι τὰς κεφαλὰς ἐπὶ γῆν λεχρίας Ξεν. Κυν. 4, 3· - μεταφορ., πάντα γὰρ λέχρια τὰν χεροῖν, ἅπαντα τὰ ἐν χερσὶν ἔργα εἶναι «στραβά», «ἀνάποδα», Σοφ. Ἀντ. 1345.

Greek Monolingual

λέχοσδε (Α)
επίρρ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐρχομένοισιν λέχοσδε δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + δεικτικό εγκλιτικό μόριο δέ, που δηλώνει την εις τόπο κίνηση (πρβλ. οίκον-δε)].

Greek Monotonic

λέχοσδε: επίρρ., στο κρεβάτι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

λέχοσδε: adv. на ложе, к ложу Hom.

Middle Liddell

[from λέχος
to bed, Hom.