ναυσιφόρητος: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0232.png Seite 232]] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />transporté sur des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[φορέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυσῐφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ [[πλέων]], Πινδ. Π. 1. 64. | |lstext='''ναυσῐφόρητος''': -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ [[πλέων]], Πινδ. Π. 1. 64. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 21:30, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, carried by ship, seafaring, ἄνδρες Pi.P.1.33.
German (Pape)
[Seite 232] vom Schiffe getragen, zu Schiffe fahrend, Pind. P. 1, 33, ἄνδρες.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
transporté sur des navires.
Étymologie: ναῦς, φορέω.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσῐφόρητος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν νεῶν φερόμενος, ὁ πλέων, Πινδ. Π. 1. 64.
English (Slater)
ναυςῐφόρητος seafaring ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι (P. 1.33)
Greek Monolingual
ναυσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρεται από πλοίο («ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι πρῶτα χάρις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + -φορητός (< φορῶ)].
Greek Monotonic
ναυσῐφόρητος: -ον, αυτός που μεταφέρεται με πλοίο, αυτός που πλέει, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ναυσῐφόρητος: перевозимый на судах, плывущий на кораблях (ἄνδρες Pind.).