πάμπολις: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />commun à toute les cités, à tous les États.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πόλις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, [[παγκόσμιος]], [[νόμος]] Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb. | |lstext='''πάμπολις''': -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, [[παγκόσμιος]], [[νόμος]] Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ [[χωρίον]] [[εἶναι]] ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:33, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ὁ, ἡ, prevailing in all cities, universal, νόμος dub. in S.Ant.614 (lyr., πάμπολύ γ' Heath).
German (Pape)
[Seite 454] in allen Staaten herrschend, allen Staaten gemein, Soph. Ant. 614.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
commun à toute les cités, à tous les États.
Étymologie: πᾶν, πόλις.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν πάσῃ πόλει ἐπικρατῶν, παγκόσμιος, νόμος Σοφ. Ἀντ. 614· - τὸ χωρίον εἶναι ἐφθαρμένον, ὅρα Δινδ., ὁ Heath διώρθωσε: πάμπολύ γ΄, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παραδέξατο ὁ Jebb.
Greek Monolingual
πάμπολις, -όλεως, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που ισχύει σε όλες τις πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πόλις.
Greek Monotonic
πάμπολις: -εως, ὁ, ἡ, αυτός που επικρατεί σε όλες τις πόλεις, γενικός, καθολικός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πάμπολις: εως adj. общий всем государствам, всеобщий (νόμος Soph.).
Middle Liddell
πάμ-πολις, εως,
prevailing in all cities, universal, Soph.