κρυόεις: Difference between revisions
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1515.png Seite 1515]] εσσα, εν, poet. = [[κρυερός]]; [[φόβος]] Il. 9, 2; [[ἰωκή]] 5, 740; [[πόλεμος]] Hes. Th. 936; sp. D., [[πάγος]] Leon. Al. 12 (VI, 221). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1515.png Seite 1515]] εσσα, εν, poet. = [[κρυερός]]; [[φόβος]] Il. 9, 2; [[ἰωκή]] 5, 740; [[πόλεμος]] Hes. Th. 936; sp. D., [[πάγος]] Leon. Al. 12 (VI, 221). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />qui glace d'effroi.<br />'''Étymologie:''' [[κρύος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρυόεις''': εσσα, εν, = [[κρυερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]], φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· [[συντυχία]] Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς [[πάγος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. [[ὀκρυόεις]]. | |lstext='''κρυόεις''': εσσα, εν, = [[κρυερός]], [[παγερός]], [[ψυχρός]], φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· [[συντυχία]] Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς [[πάγος]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. [[ὀκρυόεις]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:45, 1 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, chilling, in metaph. sense, φόβου κρυόεντος Il.9.2; κρυόεσσα Ἰωκή 5.740; ἐν πολέμῳ κρυόεντι Hes. Th.936; συντυχία Pi.I.1.37: later in lit. sense, icy-cold, ἅλς, πάγος, A.R.1.918, AP6.221 (Leon.); Τάρταρος Orph.Fr.222; of Saturn, Cat.Cod.Astr.1.172; cf. ὀκρυόεις.
German (Pape)
[Seite 1515] εσσα, εν, poet. = κρυερός; φόβος Il. 9, 2; ἰωκή 5, 740; πόλεμος Hes. Th. 936; sp. D., πάγος Leon. Al. 12 (VI, 221).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
qui glace d'effroi.
Étymologie: κρύος.
Greek (Liddell-Scott)
κρυόεις: εσσα, εν, = κρυερός, παγερός, ψυχρός, φόβου κρυόεντος Ἰλ. Ι. 2· κρυόεσσα ἰωκὴ Ε. 740· ἐν πολέμῳ κρυόεντι Ἡσ. Θ. 936· συντυχία Πινδ. Ι. 1. 54· ― ἐν κυριολεκτικῇ σημασίᾳ, ψυχρὸς ὡς πάγος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 918, Ἀνθ. Π. 221. Πρβλ. ὀκρυόεις.
English (Autenrieth)
κρυερός. (Il.)
English (Slater)
κρῠόεις chilling met. ἦλθε δέ οἱ κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ (P. 4.73) νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ (I. 1.37)
Greek Monolingual
κρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
(κυριολ. και μτφ.) κρύος, ψυχρός σαν πάγος, παγερός (α. «κρυόεσσαν ἅλα», Απολλ. Ρόδ.
β. «φόβου κρυόεντος ἑταίρη», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. -όεις (πρβλ. ασπιδόεις, ροδόεις)].
Greek Monotonic
κρυόεις: -εσσα, -εν 1. = κρυερός, παγερός, ψυχρός, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. παγετώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κρυόεις: όεσσα, όεν
1) холодный, ледяной (πάγος Anth.);
2) леденящий, пронизывающий ужасом (φόβος Hom.; πόλεμος Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυόεις -εσσα -εν [κρύος] ijskoud:. φεύγων... κρυόεντα πάγον de ijskoude vorst ontvluchtend AP 6.221.2. overdr. ijselijk, huiveringwekkend:. ἐν πολέμῳ κρυόεντι in de huiveringwekkende oorlog Hes. Th. 936.
Middle Liddell
κρυόεις, εσσα, εν = κρυερός
1. chilling, Il., Hes.
2. icy-cold, Anth.