πάμπλειστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] superl. zu [[πάμπολυς]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0454.png Seite 454]] superl. zu [[πάμπολυς]].
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />v. [[πάμπολυς]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πλεῖστος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πάμπλειστος''': -η, -ον, [[πλεῖστος]] [[ὅσος]], ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.
|lstext='''πάμπλειστος''': -η, -ον, [[πλεῖστος]] [[ὅσος]], ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />v. [[πάμπολυς]].<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πλεῖστος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάμπλειστος]], -είστη, -ον (Α, Μ [[πάνπλειστος]], -είστη, -ον)<br />[[άφθονος]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («[[πάμπλειστος]] [[ἄργυρος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλεῖστος]].
|mltxt=[[πάμπλειστος]], -είστη, -ον (Α, Μ [[πάνπλειστος]], -είστη, -ον)<br />[[άφθονος]], σε πολύ [[μεγάλη]] [[ποσότητα]] ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («[[πάμπλειστος]] [[ἄργυρος]]», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλεῖστος]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμπλειστος Medium diacritics: πάμπλειστος Low diacritics: πάμπλειστος Capitals: ΠΑΜΠΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pámpleistos Transliteration B: pampleistos Transliteration C: pampleistos Beta Code: pa/mpleistos

English (LSJ)

η, ον, in large quantity, number, χρήματα Hdn.5.6.5; ἄργυρος Ael.NA10.50; πάμπλειστα δαπανήσας D.C.76.16.

German (Pape)

[Seite 454] superl. zu πάμπολυς.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. πάμπολυς.
Étymologie: πᾶν, πλεῖστος.

Greek (Liddell-Scott)

πάμπλειστος: -η, -ον, πλεῖστος ὅσος, ὁ κατὰ μεγάλην ποσότητα ἢ (ἐν τῷ πληθ.) ὁ κατὰ μεγάλους ἀριθμούς, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Αἰλ. π. Ζ. 10. 50, Δίων Κ. 76. 16.

Greek Monolingual

πάμπλειστος, -είστη, -ον (Α, Μ πάνπλειστος, -είστη, -ον)
άφθονος, σε πολύ μεγάλη ποσότητα ή σε πολύ μεγάλο αριθμό («πάμπλειστος ἄργυρος», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλεῖστος.