κυπάρισσος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] ἡ, att. κυπάριττος, die [[Cypresse]], cupressus sempervirens; [[εὐώδης]] Od. 5, 64; Her. 4, 75; Hermipp. bei Ath. I, 27 f u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1534.png Seite 1534]] ἡ, att. κυπάριττος, die [[Cypresse]], cupressus sempervirens; [[εὐώδης]] Od. 5, 64; Her. 4, 75; Hermipp. bei Ath. I, 27 f u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>att.</i> [[κυπάριττος]];<br />cyprès, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. d'origine inconnue, <i>myc.</i> ku-pa-ri-se-ja.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠπάρισσος''': Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, [[εὐώδης]] Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[κυπαρίσσινος]].
|lstext='''κῠπάρισσος''': Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, [[εὐώδης]] Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε [[κυπαρίσσινος]].
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>att.</i> [[κυπάριττος]];<br />cyprès, <i>arbre</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG t. médit. d'origine inconnue, <i>myc.</i> ku-pa-ri-se-ja.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 21:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπᾰ́ρισσος Medium diacritics: κυπάρισσος Low diacritics: κυπάρισσος Capitals: ΚΥΠΑΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: kypárissos Transliteration B: kyparissos Transliteration C: kyparissos Beta Code: kupa/rissos

English (LSJ)

Att. κυπάριττος, ἡ,
A cypress, Cupressus sempervirens, εὐώδης Od.5.64, cf. Hdt. 4.75, Hermipp.63.14, Phld.Mort.38, Dsc.1.74, Arr.An.7.19.4; ἐλαφρά Pi.Fr.154; ῥαδινά Theoc.11.45; ἄρρην καὶ θήλεια Thphr.HP1.8.2.
II cypress wood as timber, SIG251 Hii 9 (Delph., iv B.C.), IG42(1).102.26 (Epid., iv B.C.), 22.1672.191.

German (Pape)

[Seite 1534] ἡ, att. κυπάριττος, die Cypresse, cupressus sempervirens; εὐώδης Od. 5, 64; Her. 4, 75; Hermipp. bei Ath. I, 27 f u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
att. κυπάριττος;
cyprès, arbre.
Étymologie: DELG t. médit. d'origine inconnue, myc. ku-pa-ri-se-ja.

Greek (Liddell-Scott)

κῠπάρισσος: Ἀττ.-ιττος, ἡ, «κυπαρίσσι», Cypressus sempervirens, εὐώδης Ὀδ. Ε. 64, πρβλ. Ἡρόδ. 4. 75· ἐλαφρὰ Πινδ. Ἀποσπ. 126· ῥαδινὰ Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 11. 45· ἄρρην καὶ θήλεια Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 2, κτλ.· ― ἐχρησίμευεν εἰς τὴν ξυλουργίαν ἐν Ἑλλάδι, ὡς καὶ νῦν, ἴδε κυπαρίσσινος.

English (Autenrieth)

cypress, evergreen, Od. 5.64†.

English (Slater)

κῠπᾰρισσος (ἡ) cypress wood “ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον” (τὴν Κρήτην. Σ.) (Pae. 4.50)

Greek Monolingual

η (AM κυπάρισσος, Α αττ. τ. κυπάριττος)
1. το κωνοφόρο δένδρο κυπαρίσσι (α. «μακρύς ἔναι ὡς κυπάρισσος», Διήγ. Αχιλλ.
β. «ἐντὶ δάφναι τηνεί, ἐντὶ ῥαδιναὶ κυπάρισσοι», Θεόκρ.)
2. το ξύλο του δένδρου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεσογειακή λ. άγνωστης προελεύσεως. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή cypressus, πιθ. μέσω της Ετρουσκικής και από εκεί διάφορες ευρωπ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. cypress. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή με τον τ. kupariseja «κυπαρισσένιος». Τη λ. εμφανίζουν και τα τοπωνύμια Κυπάρισσος στη Φωκίδα (απ' όπου στη Μυκηναϊκή ο τ. Kuparisijo [πιθ. εθνικό όνομα]), Κυπαρισσήεις, Κυπαρισσία, Κυπαρισσιαί, Κυπαρισσούς.
ΠΑΡ. κυπαρίσσι(ον), κυπαρίσσινος, κυπαρισσών(ας)
αρχ.
κυπαρισσίας, κυπαρίσσιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κυπαρισσόκομος, κυπαρισσόροφος. (Β' συνθετικό) αρχ. βουρικυπάρισσος, χαμαικυπάρισσος.

Greek Monotonic

κῠπάρισσος: Αττ. -ιττος, , κυπαρίσσι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κῠπάρισσος: атт. κῠπάριττος (ᾰ) ἡ кипарис Hom., Pind., Her. etc.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cypress (ε 64).
Dialectal forms: Myk. kupariseja (pl. n.). of c.wood. Att. -ιττος
Derivatives: Dimin. -ίττιον (Alciphr.); further -ίσσινος, -ίττινος of cypress-wood (ρ 340), -ισσίας Euphorbia aleppica (Dsc.; Strömberg Pflanzennamen 35), -ισσών, -ῶνος m. cypress-forest (Str.);
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Town-name Κυπάρισσος (Phocis, Β 519), -ισσοῦς, -ισσία, -ισσιαί, -ισσήεις (Elis, Β593), κυφαρισσινος (inscr. Aegina). Leumann Hom. Wörter 301); cf. Solmsen Wortforsch. 85; with Κυπαρίσσιος surn. of Apollon (Kos), -ισσία surname of Artemis (Lacon.; Κυφ-), -ισσίτας surn. of Pan (Crete; Κυφ-). - A Pre-Greek word (note the names with Κυφ-). Lat. cupressus (note the -e-). Cf. W.-Hofmann s. v. with Nachtr., Blumenthal Gnomon 15, 166, Leumann IF 57, 156 f., Ernout Aspects du vocab. latin 31); here also Hebr. gōfer. On other names of the cypress Schrader-Nehring Reallex. 1, 671. Fur. 160 n. 70 recalls Hurr. šermini id. for Pers. serv id.

Middle Liddell

κῠπάρισσος, αττιξ -ιττος, ἡ,
a cypress, Od., Hdt., etc.

Frisk Etymology German

κυπάρισσος: {kupárissos}
Forms: att. -ιττος
Grammar: f.
Meaning: Zypresse (seit ε 64).
Derivative: Davon das Demin. -ίττιον (Alkiphr.); ferner -ίσσινος, -ίττινος von Zypressenholz (seit ρ 340), -ισσίας Euphorbia aleppica (Dsk. u.a.; Strömberg Pflanzennamen 35), -ισσών, -ῶνος m. Zypressenhain (Str.); myk. ku-pa-ri-se-ja (pl. n.)? Stadtnamen Κυπάρισσος (Phokis, Β 519), -ισσοῦς, -ισσία, -ισσιαί, -ισσήεις (Elis, Β593; Leumann Hom. Wörter 301); vgl. Solmsen Wortforsch. 85; dazu Κυπαρίσσιος Bein. des Apollon (Kos), -ισσία B. der Artemis (Lakon.; Κυφ-), -ισσίτας Bein. des Pan (Kreta; Κυφ-).
Etymology: Mittelmeerwort unbekannten Ursprungs. Aus derselben Quelle oder eher aus dem Griechischen (durch etrusk. Vermittlung?) lat. cupressus (W.-Hofmann s. v. mit Nachtr., Blumenthal Gnomon 15, 166, Leumann IF 57, 156 f., Ernout Aspects du vocab. latin 31); hierher noch hebr. gōfer. Über andere Namen der Zypresse Schrader-Nehring Reallex. 1, 671.
Page 2,50