κύβη: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ku/bh
|Beta Code=ku/bh
|Definition=ἡ, [[head]], only as etym. of [[κυβιστάω]], EM543.22; cf. [[κύμβη]] (B).</span>
|Definition=ἡ, [[head]], only as etym. of [[κυβιστάω]], EM543.22; cf. [[κύμβη]] (B).</span>
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tête.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κοττίς]], [[κύβος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κύβη''': ἡ, ἡ [[κεφαλή]]· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 ([[ἔνθα]] φέρεται [[κύμβη]], [[αὐτόθι]] 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ [[ῥίζα]] τῶν λ. [[κύβδα]], κοβιστάω, [[κύβηβος]], [[κύμβαχος]], [[κύπτω]], [[κυφός]], κτλ.· πρβλ. κέβλη = [[κεφαλή]].
|lstext='''κύβη''': ἡ, ἡ [[κεφαλή]]· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 ([[ἔνθα]] φέρεται [[κύμβη]], [[αὐτόθι]] 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ [[ῥίζα]] τῶν λ. [[κύβδα]], κοβιστάω, [[κύβηβος]], [[κύμβαχος]], [[κύπτω]], [[κυφός]], κτλ.· πρβλ. κέβλη = [[κεφαλή]].
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />tête.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[κοττίς]], [[κύβος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβη Medium diacritics: κύβη Low diacritics: κύβη Capitals: ΚΥΒΗ
Transliteration A: kýbē Transliteration B: kybē Transliteration C: kyvi Beta Code: ku/bh

English (LSJ)

ἡ, head, only as etym. of κυβιστάω, EM543.22; cf. κύμβη (B).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
tête.
Étymologie: DELG cf. κοττίς, κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

κύβη: ἡ, ἡ κεφαλή· εὕρηται μόνον παρὰ Γραμμ. ὡς ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 543. 22 (ἔνθα φέρεται κύμβη, αὐτόθι 545, 27, Εὐστ. 584. 17), ὡς ἡ ῥίζα τῶν λ. κύβδα, κοβιστάω, κύβηβος, κύμβαχος, κύπτω, κυφός, κτλ.· πρβλ. κέβλη = κεφαλή.

Greek Monolingual

κύβη, ἡ (Α)
η κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με τους τ. κύβηβος, κυβηβῶ, κυβητίζω, κυβήσινδα].

Russian (Dvoretsky)

κύβη: ἡ голова.