καταβαρέω: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1339.png Seite 1339]] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />surcharger, accabler sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βάρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβᾰρέω''': [[καταβαρύνω]], [[καταβάλλω]] διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 ([[ἔνθα]] διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24. | |lstext='''καταβᾰρέω''': [[καταβαρύνω]], [[καταβάλλω]] διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 ([[ἔνθα]] διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 22:31, 1 October 2022
English (LSJ)
weigh down, overload, v.l. for καταπονέω in Luc. DDeor.21.1: metaph., impose a burden on, τινας 2 Ep.Cor.12.16; κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς App.BC5.67; ἀθληταὶ -βαροῦσι τοὺς τεχνίτας Plu.Cleom.27; τῶν -βαρούντων τὸ σῶμα καμάτων Ps.-Plu.Vit.Hom. 207:—Pass., to be overborne, crushed, καταβαρεῖσθαι τῇ μάχῃ Plb. 11.33.3; τοῖς ὅλοις Id.18.21.8; ὑπὸ τοῦ πάθους D.S.19.24; ἐν ταῖς λειτουργίαις POxy.487.10 (ii A.D.); also, to be outweighed, ὑπὸ τοῦ συμφέροντος Arr.Epict.2.22.18.
German (Pape)
[Seite 1339] durch Lasten niederdrücken, Luc. D. D. 21, 1; auch übertr., τῇ μάχῃ καταβαρεῖσθαι Pol. 11, 33, 3; ὑπὸ τοῦ πάθους D. Sic. 19, 24; N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
surcharger, accabler sous le poids.
Étymologie: κατά, βάρος.
Greek (Liddell-Scott)
καταβᾰρέω: καταβαρύνω, καταβάλλω διὰ τοῦ βάρους μου, καταπονῶ, ὡς μὴ καταβαρήσειν αὐτὸν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 21. 1 (ἔνθα διαφ. γρ. καταπονήσειν)· μεταφ., ἐπιβαρὺνω, καταφορτώνω, κ. τὴν Ἰταλίαν ἐσφοραῖς Ἀππ. Ἐμφ. 5. 67·- Παθ., καταβαρεῖσθαι ὑπὸ τῆς μάχης Πολύβ. 11. 33, 3· τοῖς ὅλοις 18. 4, 8· ὑπὸ τοῦ πάθους Διόδ. 19. 24.
English (Strong)
from κατά and βαρέω; to impose upon: burden.
English (Thayer)
(καταβαρύνω) equivalent to καταβαρέω (which see); present passive participle καταβαρυνόμενος, L T Tr WH; see βαρέω. (the Sept.; Theophrastus, et al.)
Greek Monotonic
καταβᾰρέω: μέλ. -ήσω, υπερφορτώνω, βαρυφορτώνω, παραφορτώνω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
καταβαρέω:
1) перегружать, отягощать, обременять (τινα NT; Luc. - v.l. καταπονέω);
2) pass. быть удрученным, мучиться, страдать (τῇ μάχῃ или ὑπὸ τῆς μάχης Polyb.; ὑπὸ τοῦ πάθους Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-βαρέω neerdrukken; overdr. tot last zijn:. οὐ καταβάρησα ὑμᾶς ik ben u niet tot last geweest NT 2 Cor. 12.16.
Middle Liddell
fut. ήσω
to weigh down, overload, Luc.
Chinese
原文音譯:katabaršw 卡他-巴雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)向下-重
字義溯源:打擾,拖累,累著;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(βαρέω)=使負重荷)組成;其中 (βαρέω)出自(βαρύς)=煩重的),而 (βαρύς) 出自(βάρος)*=重量)
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 拖累過(1) 林後12:16