λιπαυγής: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0051.png Seite 51]] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans lumière, sombre, obscur;<br /><b>2</b> aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπαυγής''': -ές, ἐστερημένος φωτός, [[σκοτεινός]], [[ἀνήλιος]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· [[τυφλός]], Ἀνθ. Π. 9. 13· [[ἐντεῦθεν]] λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
|lstext='''λῐπαυγής''': -ές, ἐστερημένος φωτός, [[σκοτεινός]], [[ἀνήλιος]], Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· [[τυφλός]], Ἀνθ. Π. 9. 13· [[ἐντεῦθεν]] λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. [[λειπανδρέω]].
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans lumière, sombre, obscur;<br /><b>2</b> aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[αὐγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπαυγής Medium diacritics: λιπαυγής Low diacritics: λιπαυγής Capitals: ΛΙΠΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lipaugḗs Transliteration B: lipaugēs Transliteration C: lipavgis Beta Code: lipaugh/s

English (LSJ)

ές, deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).

German (Pape)

[Seite 51] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 sans lumière, sombre, obscur;
2 aveugle.
Étymologie: λείπω, αὐγή.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπαυγής: -ές, ἐστερημένος φωτός, σκοτεινός, ἀνήλιος, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· τυφλός, Ἀνθ. Π. 9. 13· ἐντεῦθεν λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπαυγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος
2. τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. δι-αυγής].

Greek Monotonic

λῐπαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιαγος, τυφλός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπαυγής: незрячий, слепой Anth.

Middle Liddell

λῐπ-αυγής, ές αὐγή
deserted by light, blind, Anth.