μόθαξ: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0197.png Seite 197]] ακος, ὁ, = [[μόθων]], w. m. s. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0197.png Seite 197]] ακος, ὁ, = [[μόθων]], w. m. s. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μόθων]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μόθαξ''': -ᾰκος, ὁ, = [[μόθων]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ. | |lstext='''μόθαξ''': -ᾰκος, ὁ, = [[μόθων]], Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 23:00, 1 October 2022
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.
German (Pape)
[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. μόθων.
Greek (Liddell-Scott)
μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.
Russian (Dvoretsky)
μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.