παροξυσμός: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ [[φιλονεικία]] Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ [[φιλονεικία]] Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> action d'exciter, de stimuler;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i>;<br /><b>1</b> irritation;<br /><b>2</b> paroxysme d'une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[παροξύνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παροξυσμός''': ὁ, [[ἐρεθισμός]], φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν [[παροξυσμός]], [[ὥστε]] χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ [[κίνημα]] παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, [[παρακίνησις]] ἢ [[παρόρμησις]] πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
|lstext='''παροξυσμός''': ὁ, [[ἐρεθισμός]], φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν [[παροξυσμός]], [[ὥστε]] χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ [[ἀλλήλων]] Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ [[κίνημα]] παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, [[παρακίνησις]] ἢ [[παρόρμησις]] πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> action d'exciter, de stimuler;<br /><b>II.</b> <i>en mauv. part</i>;<br /><b>1</b> irritation;<br /><b>2</b> paroxysme d'une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[παροξύνω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 07:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ, A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39; π. ἀγάπης provokingor exciting to…, Ep.Hebr.10.24. 2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action d'exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d'une maladie.
Étymologie: παροξύνω.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.

English (Strong)

from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.

English (Thayer)

παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).

Greek Monotonic

παροξυσμός: ὁ, διέγερση, εκνευρισμός, σε Δημ., Κ.Δ.· πρόκληση, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροξυσμός -οῦ, ὁ [παροξύνω] stimulering:. εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων ter stimulering van liefde en goede daden NT Hebr. 10.24. irritatie. hevige aanval (van ziekte).

Russian (Dvoretsky)

παροξυσμός:
1) раздражение, озлобление, ожесточение, Dem., NT;
2) поощрение, побуждение (ἀγαπῆς καὶ καλῶν ἔργων NT).

Middle Liddell

παροξυσμός, οῦ, ὁ, [from παροξύ¯νω]
irritation, exasperation, Dem., NTest.: a provoking, NTest.

Chinese

原文音譯:paroxusmÒj 爬而-哦克需士摩士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在旁-銳利(的) 相當於: (קֶצֶף‎)
字義溯源:激發,爭論,激動,憤怒;源自(παροξύνω)=使其銳利);由(παρά)*=旁,出於)與(ὀξύς)*=鋒利的)組成
出現次數:總共(2);徒(1);來(1)
譯字彙編
1) 激發(1) 來10:24;
2) 爭論(1) 徒15:39

English (Woodhouse)

annoyance, bother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)