πειθάνωρ: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0543.png Seite 543]] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0543.png Seite 543]] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />homme obéissant.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειθάνωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, [[εὐπειθής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639. | |lstext='''πειθάνωρ''': [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, [[εὐπειθής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, obeying men, obedient, A.Ag.1639.
German (Pape)
[Seite 543] ορος, ion. πειθήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
homme obéissant.
Étymologie: πείθω, ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, εὐπειθής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ-άνωρ].
Greek Monotonic
πειθάνωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, πειθήνιος, υπάκουος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
πειθάνωρ: ορος (ᾱ) adj. послушный: ὁ δὲ μὴ π. Aesch. кто же не послушается.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.
Middle Liddell
πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,
obeying men, obedient, Aesch.