πιμπλέω: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(1ba) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion. c.</i> [[πιμπλάω]]. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιμπλέω''': τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι). | |lstext='''πιμπλέω''': τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ion. c. πιμπλάω.
Greek (Liddell-Scott)
πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).
Greek Monolingual
βλ. πίμπλημι.
Greek Monotonic
πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.
Middle Liddell
πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]