πολισσονόμος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0656.png Seite 656]] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch [[βιοτή]], das Leben in der Stadt, im Staate, 838.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0656.png Seite 656]] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch [[βιοτή]], das Leben in der Stadt, im Staate, 838.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui régit la cité;<br /><b>2</b> soumis <i>ou</i> conforme aux lois de la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολισσόος]], [[νέμω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολισσονόμος''': ον ([[πόλις]], [[νέμω]]) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, [[βίος]] [[κοινωνικός]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.
|lstext='''πολισσονόμος''': ον ([[πόλις]], [[νέμω]]) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, [[βίος]] [[κοινωνικός]], ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui régit la cité;<br /><b>2</b> soumis <i>ou</i> conforme aux lois de la cité.<br />'''Étymologie:''' [[πολισσόος]], [[νέμω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολισσονόμος Medium diacritics: πολισσονόμος Low diacritics: πολισσονόμος Capitals: ΠΟΛΙΣΣΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: polissonómos Transliteration B: polissonomos Transliteration C: polissonomos Beta Code: polissono/mos

English (LSJ)

ον, (πόλις, νέμω) managing or ruling a city, ἀρχαί A.Ch.864 (anap.); π. βιοτά a life of social order, Id.Pers.853 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 656] die Stadt verwaltend, regierend; ἀρχαί, Aesch. Ch. 851; auch βιοτή, das Leben in der Stadt, im Staate, 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui régit la cité;
2 soumis ou conforme aux lois de la cité.
Étymologie: πολισσόος, νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

πολισσονόμος: ον (πόλις, νέμω) ὁ κυβερνῶν πόλιν, ἀρχαὶ Αἰσχύλ. Χο. 864· π. βιοτά, βίος κοινωνικός, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 853.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κυβερνά πόλη
2. φρ. «πολισσονόμος βιοτά» — ο πολιτικός και κοινωνικός βίος (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. < πόλις + -νόμος. Η μορφή του α' συνθετικού πολισσο- (πρβλ. πολισσ-ούχος) είναι πιθ. αναλογική προς το συνθ. πολισσόος, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη].

Greek Monotonic

πολισσονόμος: -ον (σῴζω), αυτός που διοικεί ή κυβερνά μια πόλη, σε Αισχύλ.· πολισσονόμος βιοτά, ζωή σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολισσονόμος -ον [πόλις, νέμω] de stad regerend:. ἀρχαὶ π. het bestuur van de stad Aeschl. Ch. 864. de stad bewonend, de staat bewonend:. π. βιοτή het leven in de staat Aeschl. Pers. 852.

Russian (Dvoretsky)

πολισσονόμος:
1) управляющий городом, тж. руководящий государственными делами (ἀρχαί Aesch.);
2) гражданственный, государственный или общественный (βιοτά Aesch.).

Middle Liddell

πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω
managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.