προσσαίνω: Difference between revisions
m (Text replacement - "qu’u" to "qu'u") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0780.png Seite 780]] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=caresser, flatter ; plaire à, acc. ; <i>p. ext. en parl. de choses</i> [[εἰ]] [[τῶνδε]] προσσαίνει [[σέ]] [[τι]] ESCHL si quelqu'une de ces choses te plaît.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[σαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσσαίνω''': [[σαίνω]] [[πρός]] τινα, [[θωπεύω]], κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ [[αἰκάλλω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε. | |lstext='''προσσαίνω''': [[σαίνω]] [[πρός]] τινα, [[θωπεύω]], κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ [[αἰκάλλω]], [[κυρίως]] ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα ([[οὕτως]] ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:39, 2 October 2022
English (LSJ)
A fawn upon, coax, prop. of dogs, S.Fr.1082, Arr.Cyn. 7.2; ταῖς κέρκοις Ph.2.422: mostly metaph., οὐκ ἂν Ἀργείων τόδ' εἴη φῶτα προσσαίνειν κακόν A.Ag.1665 (troch.): c. dat., π. τοῖς συνδείπνοις Ath.3.99e. 2 of things, please, τῶνδε προσσαίνει σέ τι; A.Pr.835, cf. E.Hipp.863.
German (Pape)
[Seite 780] anwedeln, eigtl. von schmeichelnden Hunden, Arr. Cyn. 7, 2; übertr., schmeicheln, liebkosen, εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι, Aesch. Prom. 837; φῶτα κακόν, Ag. 1650; Soph. frg. 929 u. B. A. 21, 26; Eur. vrbdt auch τύποι σφενδόνης προσσαίνουσί με, Hipp. 863.
French (Bailly abrégé)
caresser, flatter ; plaire à, acc. ; p. ext. en parl. de choses εἰ τῶνδε προσσαίνει σέ τι ESCHL si quelqu'une de ces choses te plaît.
Étymologie: πρός, σαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
προσσαίνω: σαίνω πρός τινα, θωπεύω, κολακευτικῶς φέρομαι, ὡς τὸ αἰκάλλω, κυρίως ἐπὶ κυνῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 928. Ἀρρ. Κυν. 7. 2· - τὸ πλεῖστον μεταφορ., οὐ γὰρ Ἀργείων τόδ’ εἴη φῶτα προσσαίνειν κακὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1665· ποτισαίνουσα... παράγει βροτὸν Ἄτα (οὕτως ὁ Ἕρμανν.) ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 98. 2) ἐπὶ πραγμάτων, εὐαρεστῶ, ὡς τὸ Λατ. arridere, εἰ τῶνδε προσαίνει σέ τι ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 835, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 863. 3) σπανίως μετὰ δοτ., Ἀθήν. 99Ε.
Greek Monolingual
ΜΑ
(συν. μτφ.) κολακεύω, θωπεύω
αρχ.
1. (κυρίως για σκύλο) κουνώ την ουρά μου σε κάποιον
2. (για πράγμα) ευφραίνω, τέρπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].
Greek Monotonic
προσσαίνω: Δωρ. ποτι-σαίνω, αόρ. αʹ -έσηνα·
1. φέρομαι κολακευτικά, θωπεύω, κυρίως λέγεται για σκύλους· μεταφ., φῶτα προσσαίνειν κακόν, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, ευχαριστώ, ευαρεστώ, όπως Λατ. arridere, τινά, στον ίδ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-σαίνω toekwispelen; overdr. van pers. vleien; van zaken behagen.
Russian (Dvoretsky)
προσσαίνω: дор. ποτισαίνω
1) вилять хвостом, ласкаться Soph.;
2) льстить, подольщаться (φῶτα κακόν Aesch.);
3) привлекать, манить: τῶνδε προσσαίνει σέ τι; Aesch. нравятся тебе подобные вещи?
Middle Liddell
doric ποτι-σαίνω aor1 -έσηνα
1. to fawn upon, properly of dogs; metaph., φῶτα προσσαίνειν κακόν Aesch.
2. of things, to please, like Lat. arridere, τινά Aesch., Eur.