προσχράομαι: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. [[χράομαι]]), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0789.png Seite 789]] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. [[χράομαι]]), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se servir en outre de : τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[χράομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσχράομαι''': ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος [[προσέτι]], τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., [[ὥσπερ]] μάντεσι πρ. τισι [[αὐτόθι]] C. | |lstext='''προσχράομαι''': ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος [[προσέτι]], τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., [[ὥσπερ]] μάντεσι πρ. τισι [[αὐτόθι]] C. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:45, 2 October 2022
English (LSJ)
A use or avail oneself of a thing besides, τινι Arist.Rh. 1358b19; but more freq. simply, use, τινὶ εἴς τι Pl.Cra.435c; χάριν τοῦ σίτου Id.Criti.115a; τούτοις ταῦτα Id.Phlb.44d: c. dupl. dat., ὥσπερ μάντεσι π. τισί ib.c; [θεράπουσι] πρὸς τὰς διακονίας Arist.Pol.1263a20, cf.Ph.200b19, LXXEs.8.13 (16.17), etc.; νόμῳ BGU1127.21 (i B.C.):— Pass., τὰ -χρησθέντα CPHerm.92.11 (iii A.D.). II abuse, (παιδίσκῃ) dub. sens. in PSI4.406.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 789] (s. χράομα), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12. (s. χράομαι), noch dazu brauchen; ἀλλοτρίῳ ὀνόματι, Plat. Phaed. 99 b; τῷ δικαίῳ, Polit. 293 d, u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Pisc. 12.
French (Bailly abrégé)
se servir en outre de : τινι.
Étymologie: πρός, χράομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσχράομαι: ἀποθ., μεταχειρίζομαί τι ἢ ὠφελοῦμαι ἔκ τινος προσέτι, τινι, συχν. παρὰ Πλάτ.· τινι εἴς ἢ πρός τι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C, ἐν Κριτί. 115A· ἢ τινί τι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβῳ 44D· μετὰ διπλῆς δοτ., ὥσπερ μάντεσι πρ. τισι αὐτόθι C.
Russian (Dvoretsky)
προσχράομαι: пользоваться (ἀλλοτρίῳ ὀνόματι Plat.): π. τινι εἴς или πρός τι и χάριν τινός Plat. употреблять что-л. для или в качестве чего-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-χράομαι of προσχρήομαι bovendien gebruiken, met dat.:; τούτοις μὲν οὖν ταῦτα ἂν προσχρήσαιο je kunt dus hiervan op deze manier ook gebruik maken Plat. Phlb. 44d; προσχρῶνται δὲ πολλάκις ( sc. τοῖς γενομένοις ) καὶ τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες bovendien maken zij dikwijls gebruik van de gebeurtenissen uit het verleden door die in herinnering te roepen Aristot. Rh. 1358b19; gebruiken voor, met πρός + acc.: προσχρώμεθα πρὸς τοὺς διακονίας τὰς ἐγκυκλίους wij gebruiken hen (dienaren) voor de dagelijkse diensten Aristot. Pol. 1263a20.