πρῳρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=prw|reu/s
|Beta Code=prw|reu/s
|Definition=έως, ὁ, [[officer in command at the bow]], as the [[κυβερνήτης]] at the stern (= [[πρῳράτης]]), <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>5.8.20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span>8.14</span>, <span class="bibl">D.32.7</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1253b29</span>, <span class="title">GDI</span>4335 (Rhodes), <span class="title">OGI</span>674.11 (Egypt, i A.D.).
|Definition=έως, ὁ, [[officer in command at the bow]], as the [[κυβερνήτης]] at the stern (= [[πρῳράτης]]), <span class="bibl">X. <span class="title">An.</span>5.8.20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oec.</span>8.14</span>, <span class="bibl">D.32.7</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1253b29</span>, <span class="title">GDI</span>4335 (Rhodes), <span class="title">OGI</span>674.11 (Egypt, i A.D.).
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />commandant de l'avant d'un navire, timonier, second du [[κυβερνήτης]].<br />'''Étymologie:''' [[πρῴρα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πρῳρεύς''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν [[ναύτης]] ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ [[κυβερνήτης]] κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. [[πρῳράτης]]), «[[σκοπός]]», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. [[Πρυμνεύς]].
|lstext='''πρῳρεύς''': έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν [[ναύτης]] ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ [[κυβερνήτης]] κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. [[πρῳράτης]]), «[[σκοπός]]», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. [[Πρυμνεύς]].
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />commandant de l'avant d'un navire, timonier, second du [[κυβερνήτης]].<br />'''Étymologie:''' [[πρῴρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῳρεύς Medium diacritics: πρῳρεύς Low diacritics: πρωρεύς Capitals: ΠΡΩΡΕΥΣ
Transliteration A: prōireús Transliteration B: prōreus Transliteration C: proreys Beta Code: prw|reu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, officer in command at the bow, as the κυβερνήτης at the stern (= πρῳράτης), X. An.5.8.20, Oec.8.14, D.32.7, Arist.Pol.1253b29, GDI4335 (Rhodes), OGI674.11 (Egypt, i A.D.).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commandant de l'avant d'un navire, timonier, second du κυβερνήτης.
Étymologie: πρῴρα.

Greek (Liddell-Scott)

πρῳρεύς: έως, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατὰ τὴν πρῷραν πλοίου ἀγρυπνῶν ναύτης ἢ ἀξιωματικὸς ὡς ὁ κυβερνήτης κατὰ τὴν πρύμναν (πρβλ. πρῳράτης), «σκοπός», Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20, Οἰκ. 8. 14, Δημ. 884. 5, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 4, 2, κτλ.· - παρ’ Ὁμ. ὡς κύρ. ὄνομά τινος ἐκ τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Θ. 113, πρβλ. Πρυμνεύς.

Greek Monotonic

πρῳρεύς: -έως, ἡ (πρῷρα), αξιωματικός που διευθύνει πάνω στην πρύμνη, σκοπός, σε Ξεν. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῳρεύς -έως, ὁ [πρῷρᾰ, vgl. πρῳρατεύω] tweede stuurman.

Russian (Dvoretsky)

πρῳρεύς: έως ὁ Xen., Dem., Arph. = πρῳράτης 1.

Middle Liddell

πρῳρεύς, έως, ἡ, πρῷρα
the officer in command at the bow, the look-out man, Xen., etc.