προτένθης: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0791.png Seite 791]] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben [[λίχνος]] ἢ [[ἀκρατής]] auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch [[προγεύστης]] erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br />qui déguste d'avance, dégustateur ; <i>particul. à Athènes</i> prêtre analogue au [[παράσιτος]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τένθης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]». | |lstext='''προτένθης''': -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, [[λίχνος]], [[λαίμαργος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν [[ὄνομα]] οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ [[ταῦτα]] κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = [[προγεύστης]], Ἀθήν. 171Β. - Ἡ [[λέξις]] εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «[[προτένθης]], ὁ [[λίχνος]]». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ (ἡ, Ael.NA15.10), in plural, A those who celebrated the Δορπία (q.v.), ἀφεῖσθαι τοὺς βουλευτὰς . . ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἧς οἱ π. ἄγουσι πέντε ἡμέρας Decr.Att. ap. Ath.4.171e; τίς εἰμ' ἐγώ; ἡ τῶν π. Δορπία καλουμένη Philyll.8. 2 forestaller, regrater, in plural, Ar.Nu.1198 (ubi v. Sch.), Pherecr.7. 3 Adj., greedy, Ael.Fr.39; ἡ μάλιστα π. [πηλαμύς] Id.NA l.c. (Glossed προγεύστης by Artemidor. ap. Ath. 4.171b, cf. ib.c.)
German (Pape)
[Seite 791] ὁ, ein Leckermaul, der vorher Etwas benascht oder kostet, Ar. Nubb. 1180, wo die Schol. neben λίχνος ἢ ἀκρατής auch erkl. οἱ προλαμβάνοντες καὶ προεσθίοντες τὰ ὄψα πρὶν ἐς ἀγορὰν κομισθῆναι, καὶ μεταπιπράσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι; vgl. Pherecrat. bei Ath. I V, 171 c, der es durch προγεύστης erkl. u. ein Psephisma aus Athen anführt, in welchem eine Act Priester so genannt sind, wie die παράσιτοι. – Als fem. Ael. H. A. 15, 10.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
qui déguste d'avance, dégustateur ; particul. à Athènes prêtre analogue au παράσιτος.
Étymologie: πρό, τένθης.
Greek (Liddell-Scott)
προτένθης: -ου, ὁ, ὁ προλιχνευόμενος, ἐκ τῶν προτέρων ἀπογευόμενος, λίχνος, λαίμαργος, Ἀριστοφ. Νεφ. 1198 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.), Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 3, Φιλύλλιος ἐν «Ἡρακλεῖ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke. - Ἐν Ἀθήναις, προτένθαι ἐκαλοῦντο κατὰ παλαιὸν ὄνομα οἱ προαγοράζοντες τὰ τρόφιμα (μεταβολεῖς, παλιγκάπηλοι), πρὶν ἢ ταῦτα κομισθῶσιν εἰς τὴν ἀγορὰν καὶ μεταπιπράσκοντες αὐτὰ εἰς ἀνωτέραν τιμήν, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - παρὰ μεταγεν. = προγεύστης, Ἀθήν. 171Β. - Ἡ λέξις εὕρηται ὡς θηλ. ἐν τῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 10· πρβλ. Λοβ. Παραλ. 272. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτένθαι· λίχνοι προαρπάζοντες», - κατὰ δὲ Σουΐδ.: «οἱ πρὸ καιροῦ τῶν προσφαγίων ἀπογευόμενοι· ἢ οἱ προαρπάζοντες καὶ μεταπιπρόσκοντες πλείονος, οἱ νῦν μετάβολοι καλούμενοι, οἱ προλαμβάνοντες τὰ ὄψα πρὶν εἰς τὴν ἀγορὰν κομισθῆναι», καί: «προτένθης, ὁ λίχνος».
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, Α
1. στον πληθ. οἱ, αἱ προτένθαι
α) αυτοί που γιόρτασαν τη γιορτή της Δορπίας
β) (στην αρχαία Αθήνα) εκείνοι που αγόραζαν εκ τών προτέρων τα τρόφιμα προτού αυτά μεταφερθούν στην αγορά και τά πουλούσαν σε ανώτερη τιμή, οι μεταπωλητές
2. ως επίθ. α) αυτός που δοκιμάζει, που γεύεται εκ τών προτέρων
β) άπληστος, λαίμαργος
γ) προγεύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τένθης «λαίμαργος»].
Greek Monotonic
προτένθης: -ου, ὁ, αυτός που γεύεται κάτι από πριν, λιχούδης, λαίμαργος, πολυφαγάς, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τένθης -ου, ὁ voorproever.
Russian (Dvoretsky)
προτένθης: ου ὁ лакомка, обжора Arph.
Middle Liddell
προ-τένθης, ου, ὁ,
one who picks out the tid-bits, a dainty fellow, gourmand, Ar. [deriv. uncertain]