σέρις: Difference between revisions
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes [[πικρίς]] genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0872.png Seite 872]] ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes [[πικρίς]] genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />légume, sorte de chicorée, endive.<br />'''Étymologie:''' -. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σέρῐς''': ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - [[εἶδος]] κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) [[πικρίς]]. | |lstext='''σέρῐς''': ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - [[εἶδος]] κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) [[πικρίς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:51, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, gen. ιδος (εως Gp.12.28 tit.), pl. σέρεις Diog.Ep.32.1 and 3:—endive or chicory (σ. ἀγρία, = Chicory, Cichorium Intybus, σ. κηπευτή, = Endive, Cichorium Endivia, Dsc.2.132), Epich.161, AP 11.413 (Ammian.); cf. πικρίς 1.2.
German (Pape)
[Seite 872] ἡ, eine Endivienart, lat. seris, Ammian. 20 (XI, 413); auch τρώξιμα, u. wegen ihres bittern Geschmackes πικρίς genannt; ihr Genuß verursacht einen üblen Geruch, Artemidor. 1, 69.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
légume, sorte de chicorée, endive.
Étymologie: -.
Greek (Liddell-Scott)
σέρῐς: ἡ, γεν. -ιδος, καὶ παρὰ τοῖς γραμμ. -εως· πληθ. σέρεις Διογ. Κυν. Ἐπιστ. 32 (Hercher)· - εἶδος κιχορίου ἢ κονύζης, «πικραλίδα», Λατ. seris, Ἐπίχ. 113 Ahr. (παρ’ ᾧ σερίδια), Διοσκ. 2. 160, Ἀνθ. Π. 11. 413· καλοῦνται καὶ τρώξιμα καὶ (ὡς ἐκ τῆς πικρᾶς αὐτῆς ῥίζης) πικρίς.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, ΜΑ, γεν. και -εως Μ, πληθ. και σέρεις, Α
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
σέρῐς: ἡ, γεν. -ιδος, είδος αντιδιού ή πικραλίδας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σέρις: ιδος ἡ бот. эндивий или цикорий Anth.
Frisk Etymological English
-ιδος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: endive, chicory (Epich., Dsc., AP a.o.).
Compounds: ὑό-σερις (Plin.; ὑο- pejorative, Strömberg Pfl.namen 31 w. n. 1).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained.
Middle Liddell
a kind of endive or chicory, Anth.
Frisk Etymology German
σέρις: -ιδος, -εως
{séris}
Grammar: f.
Meaning: Endivie, Zichorie (Epich., Dsk., AP u. a.),
Composita: ὑόσερις (Plin.; ὑο- pejorativ, Strömberg Pfl.namen 31 m. A. 1).
Etymology: Unerklärt.
Page 2,693