σμυγερός: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] adv. σμυγερῶς, poet. statt [[μογερός]], μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. [[ἐπισμυγερῶς]], w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] adv. σμυγερῶς, poet. statt [[μογερός]], μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. [[ἐπισμυγερῶς]], w. m. s.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> douloureux;<br /><b>2</b> qui souffre;<br /><b>II.</b> misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG contamination expressive entre [[μογερός]] et [[στυγερός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σμῠγερός''': ποιητ. ἀντὶ [[μογερός]], ὁ μετὰ κόπου, μετὰ πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.
|lstext='''σμῠγερός''': ποιητ. ἀντὶ [[μογερός]], ὁ μετὰ κόπου, μετὰ πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>I. 1</b> douloureux;<br /><b>2</b> qui souffre;<br /><b>II.</b> misérable.<br />'''Étymologie:''' DELG contamination expressive entre [[μογερός]] et [[στυγερός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:03, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμῠγερός Medium diacritics: σμυγερός Low diacritics: σμυγερός Capitals: ΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: smygerós Transliteration B: smygeros Transliteration C: smygeros Beta Code: smugero/s

English (LSJ)

ή, όν, poet. for μογερός, with pain, painful, A.R.4.1065: Comp., Id.2.374: Adv., Id.4.380; σμυγερὸν σμυγερῶς = miserably, painfully S.Ph.166 (anap.), as Brunck for στυγερὸν στυγερῶς; cf. Sch.ad loc., Hsch., Eust.1463.44:—Hom. has only the compd. Adv. ἐπισμυγερῶς (q.v.).

German (Pape)

[Seite 911] adv. σμυγερῶς, poet. statt μογερός, μογερῶς; Ap. Rh. 2, 374, u. adv., 4, 380, u. Sp., Hom. kennt nur das zusammengesetzte adv. ἐπισμυγερῶς, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. 1 douloureux;
2 qui souffre;
II. misérable.
Étymologie: DELG contamination expressive entre μογερός et στυγερός.

Greek (Liddell-Scott)

σμῠγερός: ποιητ. ἀντὶ μογερός, ὁ μετὰ κόπου, μετὰ πόνου, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 374, Δ. 380· σμυγερὸν σμυγερῶς Σοφ. Φιλ. 166, κατὰ τὸν Brunck ἀντὶ στυγερὸν στυγερῶς· πρβλ. Σχολ. ἐν τόπῳ, Ἡσύχ., Εὐστ. 315. 4.· - ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ σύνθετ. ἐπίρρ. ἐπισμυγερῶς, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ. του μογερός) αυτός που γίνεται με κόπο, κουραστικός, κοπιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για εκφραστικό επίθ. που έχει προέλθει με συμφυρμό τών επιθ. μογερός και στυγερός. Παρλλ. προς τον τ. σμυγερός απαντά στον Ησύχ. και ο τ. σμογερόν.].

Greek Monotonic

σμῠγερός: ποιητ. αντί μογερός, κοπιαστικός, αυτός που απαιτεί μόχθο, επίπονος, σε Σοφ.· επίρρ. -ρῶς, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμυγερός -ά -όν [μογερός, στυγερός?] ellendig.

Russian (Dvoretsky)

σμῠγερός: несчастный, замученный, страдающий Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: painful, toilsome, miserable or the like. (A. R.; also S. Ph. 166 for στυγερός?).
Derivatives: ἐπισμύγερος, adv. ἐπισμυγερῶς id. (Od., Hes. Sc. 264, A. R.).
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive contamination(?), perhaps from μογερός and στυγερός; ἐπισμυγερός after ἐπίπονος a. o. Attempt of a morphological explanation by Strömberg Prefix Studies 90. - Furnée 363 compares μόγος and σμογερόν σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν (Η.) while comparing σμυγερόν ἐπίπονον, οἰκτρόν, μοχθηρόν, πονηρόν, ἐπίβουλον, ἀνιαρόν, χαλεπόν (Η.). This would show that the word is Pre-Greek.

Middle Liddell

poet. for μογερός
with pain, painful, Soph. adv. -ρῶς, Soph.

Frisk Etymology German

σμυγερός: {smugerós}
Meaning: ‘schmerzhaft, mühsam, elend od. ä.’ (A. R.; auch S. Ph. 166 für στυγερός?),
Derivative: ἐπισμύγερος, Adv. -ῶς ib. (Od., Hes. Sc. 264, A. R.).
Etymology: Expressive Kontamination, etwa von μογερός und στυγερός; ἐπι- nach ἐπίπονος u. a. Versuch einer morphologischen Erklärung von Strömberg Prefix Studies 90.
Page 2,751