συνεγγράφω: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1009.png Seite 1009]] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.
}}
{{bailly
|btext=inscrire ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεγγράφω''': [ᾰ], [[ἐγγράφω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.
|lstext='''συνεγγράφω''': [ᾰ], [[ἐγγράφω]] [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.
}}
{{bailly
|btext=inscrire ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐγγράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεγγράφω Medium diacritics: συνεγγράφω Low diacritics: συνεγγράφω Capitals: ΣΥΝΕΓΓΡΑΦΩ
Transliteration A: synengráphō Transliteration B: synengraphō Transliteration C: syneggrafo Beta Code: suneggra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], register or enter along with, εἰς θεούς Plu.2.763e; τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται D.H.6.84; τοῖς κατ' ἔτος ἐφήβοις συνεγγραφόμενοι PSI10.1160.4 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1009] mit oder zugleich einschreiben, εἰς θεούς τινα, Plut. amator. 18.

French (Bailly abrégé)

inscrire ensemble.
Étymologie: σύν, ἐγγράφω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγράφω: [ᾰ], ἐγγράφω ὁμοῦ μετά τινος, Λατ. adscribere, εἰς θεοὺς Πλούτ. 2. 763Ε· τῷ ψηφίσματι συνεγγραφήσονται Διον. Ἁλ. 6. 84.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐγγράφω
εγγράφω ή καταγράφω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον
μσν.
ζωγραφίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ὁ σταυρὸς ἐγγέγραπταί σοι, ὁ δὲ σταυρωθείς οὐ συνεγγέγραπται», Στουδ. Θεόδ.).

Russian (Dvoretsky)

συνεγγράφω: (ᾰ) вписывать, заносить, зачислять (τινὰ εἶς θεούς Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εγγράφω tegelijk (met...) registreren, samen (met...) inschrijven.