ἀγλαΐζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0016.png Seite 16]] schmücken, στεφάνοις Ael. H. A. 8, 28; Δελφὶς [[πέτρα]] τοῦτό τοι ἀγλάϊσεν Theocr. ep. 1 (VI, 336), brachte dir zum Schmuck hervor, wie bei Ath. XIV, 622 c σοὶ Βάκχε τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, dir zur Ehre singen wir dies Lied; ἀγλαΐσας ἀκροθινίοις τὴν θεόν Plut. sol. an. 8. – Häufiger med., sich schmücken, sich freuen (als eines Schmuckes), Hom. ἀγλαϊεῖσθαι Il. 10, 331 ([[ἅπαξ]]. εἰρημ.); Pind. μουσικῆς ἐν ἀώτῳ Ol. 1, 14, mit der Tonkunst Blüthe schmückt er sich; gew. τινί, wie Sim. τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται frg. 230; Lyc. 1133 κόμαις ἠγλαϊσμέναι. Davon
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0016.png Seite 16]] schmücken, στεφάνοις Ael. H. A. 8, 28; Δελφὶς [[πέτρα]] τοῦτό τοι ἀγλάϊσεν Theocr. ep. 1 (VI, 336), brachte dir zum Schmuck hervor, wie bei Ath. XIV, 622 c σοὶ Βάκχε τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, dir zur Ehre singen wir dies Lied; ἀγλαΐσας ἀκροθινίοις τὴν θεόν Plut. sol. an. 8. – Häufiger med., sich schmücken, sich freuen (als eines Schmuckes), Hom. ἀγλαϊεῖσθαι Il. 10, 331 ([[ἅπαξ]]. εἰρημ.); Pind. μουσικῆς ἐν ἀώτῳ Ol. 1, 14, mit der Tonkunst Blüthe schmückt er sich; gew. τινί, wie Sim. τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται frg. 230; Lyc. 1133 κόμαις ἠγλαϊσμέναι. Davon
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἠγλάϊζον <i>et ao.</i> ἠγλάϊσα ; <i>pf. Pass.</i> ἠγλάϊσμαι;<br />parer, orner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαΐζω''': Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. ([[ἀγλαός]]). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, [[δοξάζω]], τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) [[δίδωμι]] ὡς [[κόσμημα]] ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, [[εὑρίσκω]] ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· [[ὅστις]] τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ [[ῥάφανος]] ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.
|lstext='''ἀγλαΐζω''': Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. ([[ἀγλαός]]). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, [[δοξάζω]], τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) [[δίδωμι]] ὡς [[κόσμημα]] ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, [[εὑρίσκω]] ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· [[ὅστις]] τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ [[ῥάφανος]] ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf.</i> ἠγλάϊζον <i>et ao.</i> ἠγλάϊσα ; <i>pf. Pass.</i> ἠγλάϊσμαι;<br />parer, orner.<br />'''Étymologie:''' [[ἀγλαός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm