τμητός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1123.png Seite 1123]] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> coupé, taillé;<br /><b>2</b> qu’on peut couper <i>ou</i> séparer, divisible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τμητός''': -ή, -όν, ([[τέμνω]]) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.
|lstext='''τμητός''': -ή, -όν, ([[τέμνω]]) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> coupé, taillé;<br /><b>2</b> qu’on peut couper <i>ou</i> séparer, divisible.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητός Medium diacritics: τμητός Low diacritics: τμητός Capitals: ΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tmētós Transliteration B: tmētos Transliteration C: tmitos Beta Code: tmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1. 2 that can be cut or severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.

German (Pape)

[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu’on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

τμητός: -ή, -όν (τέμνω
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

τμητός: дор. τμᾱτός 3 [adj. verb. к τέμνω
1) вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);
2) разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς ἄπειρον Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.

Middle Liddell

τμητός, ή, όν τέμνω
1. cut, shaped by cutting, Soph., Eur.
2. that can be cut or severed, Theocr.