τραπεζεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)cf\. ([\p{Greek}\s]+) " to "cf. $1 ")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1134.png Seite 1134]] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰπεζεύς''': έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. [[παράσιτος]], Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.
|lstext='''τρᾰπεζεύς''': έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. [[παράσιτος]], Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui vit de la table de qqn ; [[κύων]] [[τραπεζεύς]] IL, OD chien domestique ; <i>abs.</i> parasite.<br />'''Étymologie:''' [[τράπεζα]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραπεζεύς Medium diacritics: τραπεζεύς Low diacritics: τραπεζεύς Capitals: ΤΡΑΠΕΖΕΥΣ
Transliteration A: trapezeús Transliteration B: trapezeus Transliteration C: trapezeys Beta Code: trapezeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A at, of a table, in Hom. always κύνες τραπεζῆες dogs fed from their master's table, Il.22.69, 23.173, Od.17.309:—τραπεζῆται in Ibyc.60; cf. τραπεζίτης 111. II parasite, Plu.2.50c; Ἅιδου τ. Aristias Trag.3.

German (Pape)

[Seite 1134] ὁ, am Tische, zum Tische gehörig; κύνες τραπεζῆες, Tisch- od. Haushunde der Reichen, die ins Speisezimmer kommen durften; Il. 22, 69. 23, 173 Od. 17, 309; Aristias bei Ath. XV, 686; τραπεζήεσσι κύνεσσι Opp. Cyn. 1, 473. – Dah. ein Schmarotzer, Plut. ad. et am. discr. 5 u. D. Cass.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui vit de la table de qqn ; κύων τραπεζεύς IL, OD chien domestique ; abs. parasite.
Étymologie: τράπεζα.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰπεζεύς: έως, ὁ, ὁ παρὰ τράπεζαν ἢ ὁ εἰς τράπεζαν ἀνήκων, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε, κύνες τραπεζῆες, τρεφόμενοι ἐκ τῆς τραπέζης τοῦ κυρίου αὑτῶν, Ἰλ. Χ. 69. Ψ. 173, Ὀδ. Ρ. 309· - τραπεζῆται παρ’ Ἰβύκ. 40· τραπεζήεντες ἐν Ὀππ. Κυνηγ. 1. 473. ΙΙ. παράσιτος, Πλούτ. 2. 50C· Ἄιδου τρ. Ἀρισκίας παρ’ Ἀθην. 686Α.

English (Autenrieth)

ῆος: belonging to the table; κύνες, ‘table-dogs,’ i. e. fed from the table, cf. ‘lap-dog.’

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» — τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.)
2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος
3. αυτός που ζει εις βάρος άλλου απομυζώντας τον, παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -εύς (πρβλ. χυτρ-εύς)].

Greek Monotonic

τρᾰπεζεύς: -έως, ὁ, αυτός που βρίσκεται κοντά στο τραπέζι ή αυτός που ανήκει σε αυτό, κύνες τραπεζῆες (Ιων. αντί τραπεζεῖς), οι σκύλοι που τρέφονται από το τραπέζι του κυρίου τους, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰπεζεύς: έως adj. m кормящийся с домашнего стола, т. е. домашний (κύνες Hom.).
έως ὁ прихлебатель, парасит Plut.

Middle Liddell

τρᾰπεζεύς, έως, ὁ, [from τράπεζα
at, of a table, κύνες τραπεζῆες (ionic for τραπεζεῖσ) dogs fed from their master's table, Hom.