τραγοσκελής: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1133.png Seite 1133]] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.
|lstext='''τρᾰγοσκελής''': -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à jambes <i>ou</i> à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[σκέλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγοσκελής Medium diacritics: τραγοσκελής Low diacritics: τραγοσκελής Capitals: ΤΡΑΓΟΣΚΕΛΗΣ
Transliteration A: tragoskelḗs Transliteration B: tragoskelēs Transliteration C: tragoskelis Beta Code: tragoskelh/s

English (LSJ)

ές, goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.

German (Pape)

[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].

Greek Monotonic

τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).

Middle Liddell

τρᾰγο-σκελής, ές σκέλος
goat-shanked, Hdt., Luc.