τρίγονος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1142.png Seite 1142]] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> engendré trois fois (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>pl.</i> engendré au nombre de trois.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίγονος''': -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, [[Διόνυσος]] Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ἁπλῶς]] = [[τρεῖς]], τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ [[τρεῖς]]».
|lstext='''τρίγονος''': -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, [[Διόνυσος]] Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. [[ἁπλῶς]] = [[τρεῖς]], τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ [[τρεῖς]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> engendré trois fois (Bacchus);<br /><b>2</b> <i>pl.</i> engendré au nombre de trois.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονος Medium diacritics: τρίγονος Low diacritics: τρίγονος Capitals: ΤΡΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: trígonos Transliteration B: trigonos Transliteration C: trigonos Beta Code: tri/gonos

English (LSJ)

(proparox.), ον, A thrice-born, Διόνυσος Orph.H.30.2. II in plural simply = τρεῖς, three, τέκνα τ. E.HF1023; κόραι τ. Id.Ion 496 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 1142] dreimal, zum dritten Male geboren; – τρίγονα τέκνα, drei Kinder, κόραι, drei Töchter, Eur. Ion 496 Herc. Fur. 1023.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 engendré trois fois (Bacchus);
2 pl. engendré au nombre de trois.
Étymologie: τρεῖς, γίγνομαι.

Greek (Liddell-Scott)

τρίγονος: -ον, ὁ τρὶς γεννηθείς, Διόνυσος Ὀρφ. Ὕμν. 29. 2. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἁπλῶς = τρεῖς, τέκνα τρίγονα τεκόμενος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1023˙ Ἀγραύλου κόραι τρίγονοι ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 496. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρίγονοι. τρίτην γενεὰν ἐπισχόντες˙ ἢ τρεῖς».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που γεννήθηκε τρίτος, ο τριτότοκος
2. στον πληθ. τρίγονοι, -α
τρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δί-γονος].

Greek Monotonic

τρίγονος: -ον (γίγνομαι), τριπλά γεννημένος· στον πληθ. απλώς = τρεῖς, τρία, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρίγονος: (ῐ) трижды рожденный: τρίγονοι κόραι Eur. три дочери.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίγονος -ον [τρι -, γίγνομαι] van drie geboorten, drie:. τέκνα τρίγονα drie kinderen Eur. HF 1023.

Middle Liddell

τρί-γονος, ον, γίγνομαι
thrice-born: in plural simply = τρεῖς, three, Eur.