τόσσαις: Difference between revisions
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=to/ssais | |Beta Code=to/ssais | ||
|Definition=Aeol. for [[τόσσας]], aor. part. of an unknown pres. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[τυγχάνω]], [[happen]] to be, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.27</span> (just as [[τυχών]] is used, ib.<span class="bibl">4.5</span>); inf., τόσσαι καλῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>22</span>; cf. [[ἐπέτοσσε]].</span> | |Definition=Aeol. for [[τόσσας]], aor. part. of an unknown pres. <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[τυγχάνω]], [[happen]] to be, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>3.27</span> (just as [[τυχών]] is used, ib.<span class="bibl">4.5</span>); inf., τόσσαι καλῶν <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>22</span>; cf. [[ἐπέτοσσε]].</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>dat. pl. fém. de</i> [[τόσσος]].<br /><span class="bld">2</span><i>nom. masc. sg. part. ao. Act. dor.</i> : s'étant trouvé par hasard PIND.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *τόσσᾱς, v. [[ἐπέτοσσε]] ; cf. [[τυγχάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]). | |lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:15, 2 October 2022
English (LSJ)
Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres. A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.
French (Bailly abrégé)
1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s'étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).
Greek Monolingual
Α
συνέβη να είναι, έτυχε να είναι.
Greek Monotonic
τόσσαις: Δωρ. αντί τόσσας, μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι άγνωστος = τυγχάνω, τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.
Middle Liddell
= τυχών [aor1 part. of an unknown pres.]
to happen to be, Pind.