φορεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1299.png Seite 1299]] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />chaise à porteurs, litière.<br />'''Étymologie:''' [[φορεύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], Πολυδ. Ζϳ, 133.
|lstext='''φορεῖον''': τό, ([[φορά]], [[φέρω]]) [[κλινίδιον]], [[ἕδρα]] ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. [[φοράδην]]. 2) [[κτῆνος]] πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, [[κόμιστρον]], Πολυδ. Ζϳ, 133.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />chaise à porteurs, litière.<br />'''Étymologie:''' [[φορεύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορεῖον Medium diacritics: φορεῖον Low diacritics: φορείον Capitals: ΦΟΡΕΙΟΝ
Transliteration A: phoreîon Transliteration B: phoreion Transliteration C: foreion Beta Code: forei=on

English (LSJ)

τό, (φορά, φέρω) A litter, sedan-chair, Din.1.36, Plb.30.25.18 (pl.), Sor. 1.49, Plu.Eum.14, D.L.5.41, etc.; written φόριον, LXX 2 Ma.3.27. 2 beast of burden, ib.Ge.45.17. II porter's wages, Poll.7.133.

German (Pape)

[Seite 1299] τό, 1) Trage, Tragbahre, Tragsessel, Sänfte, ἐπὶ φορείου κατακομίζεσθαι ὁδόν Din. 1, 36, u. Sp., wie Plut. Num. 10, D. L. 5, 41. – 2) Trägerlohn, Poll. 7, 133.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
chaise à porteurs, litière.
Étymologie: φορεύς.

Greek (Liddell-Scott)

φορεῖον: τό, (φορά, φέρω) κλινίδιον, ἕδρα ἐφ’ ἧς καθήμενός τις μεταφέρεται, Λατ. sella. lectica, lectulus, Δείναρχ. 94. 41, Πολύβ. 31. 3, 18, Διογ. Λαέρτ. 5. 41, Πλουτ. Εὐμέν. 14, κλπ.· πρβλ. φοράδην. 2) κτῆνος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ἑβδ. (Γεν. ΜΕϳ, 17). ΙΙ. μισθὸς ἀχθοφόρου, κόμιστρον, Πολυδ. Ζϳ, 133.

Greek Monotonic

φορεῖον: τό (φέρω), φορείο, Λατ. lectῑca, σε Δείναρχ.

Russian (Dvoretsky)

φορεῖον: τό носилки, паланкин Polyb., Plut.

Middle Liddell

φορεῖον, ου, τό, φέρω
a litter, Lat. lecti_ca, Dinarch.