χηρεία: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1354.png Seite 1354]] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
|lstext='''χηρεία''': ἡ, ([[χηρεύω]]) ὡς καὶ νῦν, ἡ [[κατάστασις]] τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., [[ἔλλειψις]], διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />veuvage.<br />'''Étymologie:''' [[χῆρος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρεία Medium diacritics: χηρεία Low diacritics: χηρεία Capitals: ΧΗΡΕΙΑ
Transliteration A: chēreía Transliteration B: chēreia Transliteration C: chireia Beta Code: xhrei/a

English (LSJ)

ἡ,
A widowhood, Th.2.45, LXX Mi.1.16, Sor.1.31, etc.: pl., χηρείαις τὸν ἅπαντα χρόνον μείνασα IG14.1960.5.
II metaph., want, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Ph.1.358; νόθῳ κόσμῳ χηρείᾳ γνησίου Id.2.492.

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, der Wittwenstand, Thuc. 2, 45.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
veuvage.
Étymologie: χῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

χηρεία: ἡ, (χηρεύω) ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς χήρας, «χηρειά», Θουκ. 2. 45· χηρείαις μείνασα Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 674. 5. ΙΙ. μεταφορ., ἔλλειψις, διὰ χηρείαν ἐπιστήμης Φίλων 1. 358· χηρείας γνησίου ὁ αὐτ. 2. 492.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και χηρειά και χηριά Ν, και χηρία, και ιων. τ. χηρείη, Α χήρα
1. η κατάσταση του χήρου ή της χήρας
νεοελλ.
1. μτφ. (για υπούργημα, αξίωμα, θέση) το να μένει κάτι κενό, το να μην αναπληρώνεται κάτι («η χηρεία της προεδρίας»)
2. φρ. «αίρεση χηρείας»
(νομ.) διάταξη σε διαθήκη, με την οποία επιτρέπεται στον κληρονομούμενο να περιορίσει το κληρονομικό δικαίωμα του ίδιου ή της συζύγου του στη νόμιμη μοίρα εάν συνάψει νέο γάμο
αρχ.
μτφ. έλλειψηχηρεία γνησίου», Φίλ.).

Greek Monotonic

χηρεία: ἡ (χηρεύω), χηρεία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

χηρεία:вдовство Thuc.

Middle Liddell

χηρεία, ἡ, χηρεύω
widowhood, Thuc.

Translations

Danish: enkestand; Esperanto: vidvado; Finnish: leskeys; French: veuvage; Galician: viuvez; German: Witwenschaft, Witwentum, Witwenstand, Verwitwung; Greek: χηρεία; Ancient Greek: χηρεία; Hungarian: özvegység; Irish: baintreachas; Italian: vedovanza; Latin: viduitas; Maori: pouarutanga; Occitan: veusatge; Polish: wdowieństwo; Portuguese: viuvez; Romanian: văduvie; Russian: вдовство; Spanish: viudez, viudedad; Swedish: änkestånd; Turkish: dulluk