ἀγχιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[el que aporta]], [[el que es causa de]] πάθους S.<i>Tr</i>.256, cf. <i>Fr.Lex.III</i>. | |dgtxt=-ῆρος, ὁ<br />[[el que aporta]], [[el que es causa de]] πάθους S.<i>Tr</i>.256, cf. <i>Fr.Lex.III</i>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui est cause de.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγχιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους. | |lstext='''ἀγχιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one who brings near, πάθους S.Tr.256.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
el que aporta, el que es causa de πάθους S.Tr.256, cf. Fr.Lex.III.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui est cause de.
Étymologie: ἄγχι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φέρων πλησίον, ὁ ἐγγίζων (ἐνεργ. σημ.) μόνον παρὰ Σοφ. Τρ. 256, ἦ μὴν τὸν ἀγχιστῆρα τοῦδε τοῦ πάθους, τὸν πρόξενον τούτου τοῦ πάθους.
Greek Monotonic
ἀγχιστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που φέρνει κοντά, άμεσος δράστης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχιστήρ: ῆρος ὁ ближайший виновник (τοῦδε τοῦ πάθους Soph.).
Middle Liddell
[from ἄγχιστος
one who brings near, the immediate author, Soph..