ἀντίφερνος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0263.png Seite 263]] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0263.png Seite 263]] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui tient lieu de dot]], [[en guise de dot]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φερνή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντίφερνος''': -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν [[προῖκα]], ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.
|lstext='''ἀντίφερνος''': -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν [[προῖκα]], ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui tient lieu de dot]], [[en guise de dot]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φερνή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίφερνος Medium diacritics: ἀντίφερνος Low diacritics: αντίφερνος Capitals: ΑΝΤΙΦΕΡΝΟΣ
Transliteration A: antíphernos Transliteration B: antiphernos Transliteration C: antifernos Beta Code: a)nti/fernos

English (LSJ)

ον, (φερνή)
A instead of a dower, ἀντίφερνος φθορά A.Ag.406 (lyr.).
II ἀντίφερνα, τά, = nuptial gifts, Lat. donatio propter nuptias, Cod.Just.5.3.20.

Spanish (DGE)

-ον
1 como dote φθορά A.A.406.
2 plu. subst. τὰ ἀντίφερνα dote, donatio propter nuptias, Cod.Iust.5.3.20.

German (Pape)

[Seite 263] statt der Aussteuer, Aesch. Ag. 394 Ιλίῳ φθορὰν ἄγειν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient lieu de dot, en guise de dot.
Étymologie: ἀντί, φερνή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίφερνος: -ον, (φερνὴ) ὁ ἀντὶ προικός, ἀντικαθιστῶν τὴν προῖκα, ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθορὰν Αἰσχύλ. Ἀγ. 406.

Greek Monolingual

ἀντίφερνος, -ον (AM)
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀντίφερνα
τα δώρα που έδινε ο γαμπρός πριν από τον γάμο σε ανταπόδοση της προίκας που θα έπαιρνε
αρχ.
φρ. «ἀντίφερνον Ἰλίῳ φθοράν» — αντί για προίκα στην Τροία χαλασμό (Αισχύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + φερνή «προίκα»].

Greek Monotonic

ἀντίφερνος: -ον (φερνή), αυτός που αντικαθιστά την προίκα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίφερνος: ирон. служащий вместо приданого (φθορά Aesch.).

Middle Liddell

φερνή
instead of a dower, Aesch.