ἀναφράζομαι: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(1a)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0214.png Seite 214]] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. opt. sync. 3ᵉ sg.</i> [[ἀμφράσσαιτο]];<br />reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], φράζομαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφράζομαι''': μέσ., ἐπιγινώσκω, [[ἀναγνωρίζω]], μὴ .. οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]] Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.
|lstext='''ἀναφράζομαι''': μέσ., ἐπιγινώσκω, [[ἀναγνωρίζω]], μὴ .. οὐλὴν [[ἀμφράσσαιτο]] Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao. opt. sync. 3ᵉ sg.</i> [[ἀμφράσσαιτο]];<br />reconnaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], φράζομαι.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 12:30, 2 October 2022

German (Pape)

[Seite 214] = wieder betrachten oder erkennen, Od. 19, 391 μή ἑ λαβοῦσα οὐλὴν ἀμφράσσαιτο.

French (Bailly abrégé)

ao. opt. sync. 3ᵉ sg. ἀμφράσσαιτο;
reconnaître.
Étymologie: ἀνά, φράζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφράζομαι: μέσ., ἐπιγινώσκω, ἀναγνωρίζω, μὴ .. οὐλὴν ἀμφράσσαιτο Ὀδ. Τ. 391· τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρ’ Εὐναπ. σ. 67, «πρὸς πολλοὺς ἀναφράζων ἐν ἐπιστολαῖς», δηλ. ἐκτιθέμενος.

English (Autenrieth)

aor. opt. ἀμφράσσαιτο: remark again, recognize, Od. 19.391†.

Greek Monotonic

ἀναφράζομαι: Επικ. αορ. αʹ -εφρασσάμην — Μέσ., έχω επίγνωση κάποιου πράγματος, αντιλαμβάνομαι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφράζομαι: поэт. ἀμφράζομαι узнавать, замечать (τι Hom.).

Middle Liddell


Mid. to be ware of a thing, perceive, Od.