ἀντικελεύω: Difference between revisions
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κελεύω]]), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κελεύω]]), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=donner un ordre à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κελεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικελεύω''': [[κελεύω]] καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139. | |lstext='''ἀντικελεύω''': [[κελεύω]] καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:05, 2 October 2022
English (LSJ)
bid, command in turn, Th.1.128: Pass., to be bidden to do a thing in turn, ib.139.
Spanish (DGE)
exigir a su vez, reclamar τοὺς Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἄγος ἐλαύνειν Th.1.128
•v. pas. Λακεδαιμόνιοι ... τοιαῦτα ... ἀντεκελεύσθησαν a los lacedemonios les fueron exigidas tales cosas Th.1.139.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κελεύω), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139.
French (Bailly abrégé)
donner un ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, κελεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικελεύω: κελεύω καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139.
Greek Monolingual
ἀντικελεύω (Α)
διατάζω κι εγώ αυτόν που με διατάζει.
Greek Monotonic
ἀντικελεύω: μέλ. -σω, προστάζω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Παθ., καλούμαι να κάνω κάτι σε αντάλλαγμα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικελεύω: отдавать в свою очередь приказание (ποιεῖν τι Thuc.): τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν Thuc. вот о чем они распорядились и о чем сами получили приказания.
Middle Liddell
to command in turn, Thuc.:— Pass. to be bidden to do a thing in turn, Thuc.