ἀπατεών: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] ῶνος, ὁ, Betrüger, Verführer, Xen. Cyr. 1, 6, 27; [[περί]] τινος Plat. Rep. V, 451 a; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0282.png Seite 282]] ῶνος, ὁ, Betrüger, Verführer, Xen. Cyr. 1, 6, 27; [[περί]] τινος Plat. Rep. V, 451 a; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />trompeur, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰτεών''': -ῶνος, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Πλάτ. Πόλ. 451Α, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀπ. [[λόγος]] Μάξ. Τύρ. 2.1.
|lstext='''ἀπᾰτεών''': -ῶνος, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Πλάτ. Πόλ. 451Α, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27: ― [[ἐντεῦθεν]], ἀπ. [[λόγος]] Μάξ. Τύρ. 2.1.
}}
{{bailly
|btext=ῶνος (ὁ) :<br />trompeur, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτεών Medium diacritics: ἀπατεών Low diacritics: απατεών Capitals: ΑΠΑΤΕΩΝ
Transliteration A: apateṓn Transliteration B: apateōn Transliteration C: apateon Beta Code: a)patew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, cheat, rogue, Hp.Art.42, Democr.63, Pl.R.451a, X.Cyr.1.6.27, Epicur.Fr.236, etc.:—as Adj., ἀπατεὼν λόγος Max. Tyr.2.1.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
1 subst. de pers. farsante, engañador, timador ἀπατεῶνος ἔργον Democr.B 63, cf. Hp.Art.42, Pl.R.451a, Hp.Mi.365e, X.Cyr.1.6.27, Mem.1.7.5, Epicur.Fr.[101] 18, Aesop.56.1, Plu.2.407c, Prou.Bodl.3
bribón, picaro Ael.VH 8.17
del diablo, Clem.Al.Prot.1.7.
2 adj. engañoso, falaz λόγος Max.Tyr.31.1, ἀ. διάβολος Anast.Ant.Trib.M.89.1389C.

German (Pape)

[Seite 282] ῶνος, ὁ, Betrüger, Verführer, Xen. Cyr. 1, 6, 27; περί τινος Plat. Rep. V, 451 a; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
trompeur, fourbe.
Étymologie: ἀπάτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτεών: -ῶνος, ὁ, ὁ ἐξαπατῶν, δόλιος, πανοῦργος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, Πλάτ. Πόλ. 451Α, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 27: ― ἐντεῦθεν, ἀπ. λόγος Μάξ. Τύρ. 2.1.

Greek Monotonic

ἀπᾰτεών: -ῶνος, ὁ, αυτός που εξαπατά, πλάνος, πανούργος, δόλιος, αγύρτης, σε Πλάτ., Ξεν.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., ἀπατεών, ο, η)
αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος
αρχ.
ως επίθ. ο απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) -εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο έχει την ιδιότητα που φανερώνει η πρωτότυπη λέξη (πρβλ. λυμεών, οργεών)].

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτεών: ῶνος ὁ обманщик, лжец Xen., Plat.

Middle Liddell

ἀπάτη
a cheat, rogue, quack, Plat., Xen.

English (Woodhouse)

deceiver, one who cheats

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)