ἀπονία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ [[βλακεία]] Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0316.png Seite 316]] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ [[βλακεία]] Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ne pas supporter la fatigue, manque d'énergie, mollesse;<br /><b>2</b> absence de souffrance, de douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄπονος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπονία''': ἡ, ([[ἄπονος]]) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, [[ὀκνηρία]], Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ [[ἑδραῖος]] [[βίος]], δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ, ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. [[περί]] Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. [[ἀναλγησία]], Χρύσιππ. [[παρά]] Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ. | |lstext='''ἀπονία''': ἡ, ([[ἄπονος]]) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, [[ὀκνηρία]], Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ [[ἑδραῖος]] [[βίος]], δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ, ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. [[περί]] Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. [[ἀναλγησία]], Χρύσιππ. [[παρά]] Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, (ἄπονος) A non-exertion, laziness, X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh. 1370a14(pl.); exemption from toil, of women, Id.GA775a37, cf. Plu. Rom.6. II freedom from pain, Epicur.Fr.2, Chrysipp.Stoic.3.33, Dsc.Eup.1.67, Aret.SA2.1, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Flat.1, Hum.2, Aret.SA 2.1.3, 2.18
1 pereza X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh.1370a14, D.Chr.43.12.
2 inacción, ausencia de esfuerzo Arist.GA 775a37, Plu.Rom.6
•ausencia de sufrimiento Epicur.Fr.[7] 2, Chrysipp.Stoic.3.33, Hp.ll.cc., Dsc.Eup.1.67, Aret.SA ll.cc.
3 sufrimiento κακὸν μὲν ἀναισθησία σώματι φάρμακον ἀπονίας (var. ἀπονοίας) Plu.2.465c.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de ne pas supporter la fatigue, manque d'énergie, mollesse;
2 absence de souffrance, de douleur.
Étymologie: ἄπονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονία: ἡ, (ἄπονος) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, ὀκνηρία, Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ ἑδραῖος βίος, δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ, ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. περί Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. ἀναλγησία, Χρύσιππ. παρά Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀπονία) άπονος
έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά
αρχ.
1. αποφυγή κόπων, οκνηρία
2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους
3. καθιστική ζωή των γυναικών
4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία.
Greek Monotonic
ἀπονία: ἡ (ἄπονος), αποφυγή μόχθου, οκνηρία, ραθυμία, τεμπελιά, σε Ξεν.· απαλλαγή από τους κόπους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονία: ἡ
1) бездействие, праздность Xen., Arst., Plut.;
2) отсутствие страданий Arst., Plut.
Middle Liddell
ἄπονος
non-exertion, laziness, Xen.: exemption from toil, Plut.