ἀργυροποιός: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[platero]] Phld.<i>Po</i>.C.fr.a.1.10, <i>AP</i> 14.50 (Metrod.), <i>IGLS</i> 9134.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[platero]] Phld.<i>Po</i>.C.fr.a.1.10, <i>AP</i> 14.50 (Metrod.), <i>IGLS</i> 9134.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui travaille l'argent, orfèvre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργῠροποιός''': ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ [[τέχνη]], μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.
|lstext='''ἀργῠροποιός''': ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ [[τέχνη]], μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui travaille l'argent, orfèvre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄργυρος]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠροποιός Medium diacritics: ἀργυροποιός Low diacritics: αργυροποιός Capitals: ΑΡΓΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: argyropoiós Transliteration B: argyropoios Transliteration C: argyropoios Beta Code: a)rguropoio/s

English (LSJ)

ὁ, worker in silver, AP14.50.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
platero Phld.Po.C.fr.a.1.10, AP 14.50 (Metrod.), IGLS 9134.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui travaille l'argent, orfèvre.
Étymologie: ἄργυρος, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροποιός: ὁ κατεργαζόμενος τὸν ἄργυρον, Ἀνθ. Π. 14. 50: ― ἀργυροποίητος, ον, ὁ ἐξ ἀργύρου πεποιημένος, Ἰουστῖν. Ἱστ. σ. 153C· ἀργυροποιῒα, ἡ, ἡ τοῦ ἀργυροποιοῦ τέχνη, μνημονεύεται ἐκ χειρογρ. Ψευδο-Δημοκρίτου.

Greek Monotonic

ἀργῠροποιός: ὁ (ποιέω), αργυροτεχνίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροποιός: ὁ Anth. = ἀργυροκόπος.

Middle Liddell

ἄργυρος, ποιέω
a worker in silver, Anth.